Την κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και για τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς και τους εργαζόμενους στους φορείς Γενικής Κυβέρνηση δρομολογεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, μετά τη σαφή προειδοποίηση των δικαστών, ότι είναι αντισυνταγματικός ο διαχωρισμός εργαζόμενων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Σημειώνεται πως η επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, αρχικά «πάγωσε» για το έτος 2021 για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και κατόπιν ανακοινώθηκε η αναστολή της και για το 2022. Ο λόγος ήταν πως ο ιδιωτικός τομέας επιβαρύνθηκε από την πανδημία, ενώ οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα όπως και οι συνταξιούχοι, δεν επλήγησαν, αφού τα εισοδήματά τους έμειναν αλώβητα.
Επίσης, έχει ανασταλεί και για τα εισοδήματα του 2020 τα οποία προέρχονται από επιχειρηματικές-αγροτικές δραστηριότητες, από εκμετάλλευση ακινήτων και από κινητές αξίες, τα οποία πρόκειται να φορολογηθούν φέτος.
Ωστόσο, ο διαχωρισμός δημοσίου και ιδιωτικού τομέα προκάλεσε αντιδράσεις και αιτήματα για την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα όπως και για τους συνταξιούχους.
Το σχετικό θέμα αποκάλυψε από τον περασμένο Απρίλιο το Σin, ενώ τώρα τίθεται σε νέα βάση, μετά την παρέμβαση της Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία με επιστολή της προς τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Οικονομικών προειδοποιεί πως ο διαχωρισμός στην επιβολή της εισφοράς είναι ξεκάθαρα αντισυνταγματικός, που σημαίνει πως αν προσφύγουν στο δικαστήριο θα χάσει το δημόσιο.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση αναγκαστικά θα προβεί στην εξαγγελία της κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης, τόσο για τους εργαζόμενους στο δημόσιο όσο και για τους συνταξιούχους, για το 2022, ενώ εάν επιτρέψουν οι θεσμοί, ίσως ανακοινωθεί η οριστική κατάργησή της, μετά από 10 χρόνια.
Η «αναγκαστική» αυτή εξαγγελία θα περιληφθεί μάλιστα στο πακέτο της ΔΕΘ και θα ανακοινωθεί στις 11 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη.
Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης, υπολογίζεται με προοδευτική κλίμακα συντελεστών κυμαινόμενων από 2,2% έως και 10%, σε όσους φορολογούμενους αποκτούν συνολικό ετήσιο εισόδημα ( άθροισμα φορολογούμενων και απαλλασσόμενων εισοδημάτων από διάφορες πηγές) μεγαλύτερο των 12.000 ευρώ.
Δηλαδή για τους συνταξιούχους και τους εργαζόμενους στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα απαλλαγούν όσοι έχουν μηνιαίες αποδοχές άνω των 1.000 ευρώ.
Επίσης επιβάλλεται στο άθροισμα όλων των εισοδημάτων του υπόχρεου ή στο τεκμαρτό, εάν αυτό είναι μεγαλύτερο.
Παράδειγμα: ο φορολογούμενους που έχει πραγματικό εισόδημα 11.000 ευρώ, γλιτώνει την ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Αν όμως βαρύνεται με τεκμήρια ύψους 13.000 ευρώ, θα πληρώσει ειδική εισφορά αλληλεγγύης, για το ποσό των 13.000 ευρώ.
Σημειώνεται επίσης, ότι η εισφορά επιβάλλεται και σε εισοδήματα παλαιότερων ετών που προκύπτουν από την καταβολή αναδρομικών ή επίσης, αν ο φορολογικός έλεγχος προσδιορίσει σε υψηλότερα επίπεδα τα αρχικώς δηλωθέντα εισοδήματα.
Ήταν «προσωρινή» αλλά κράτησε μια δεκαετία!
Η «ειδική εισφορά αλληλεγγύης» υπήρξε έμπνευση και νομοθετήθηκε με το πρώτο μνημόνιο το 2011, επί θητείας του τότε υπουργού Οικονομικών, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Αρχικά επιβλήθηκε ως «προσωρινό» μέτρο, κατόπιν οι θεσμοί για να δεχτούν την κατάργησή της, ζητούσαν (και ζητούν) ισοδύναμα μέτρα.
Επειδή δεν ήταν εύκολο να βρεθούν μέτρα που θα αποδίδουν περίπου 1,2 δισ. ευρώ ετησίως, το μέτρο μονιμοποιήθηκε και 10 χρόνια βαρύνει όλα τα φυσικά πρόσωπα.