Τον Οκτώβριο ο Π. Τόμσεν είχε διαψεύσει -μάλλον χλιαρά...- ότι έχει εισηγηθεί στην Κριστίν Λαγκάρντ την έξοδο του ΔΝΤ από την Ελλάδα. Όλες οι τελευταίες πληροφορίες, όμως, από την Ουάσιγκτον συγκλίνουν στην ίδια κατεύθυνση: η έκθεση άρθρου 4, που έχουν συντάξει οι υπηρεσίες του Ταμείου, υπό την καθοδήγηση του Δανού τεχνοκράτη, είναι «καταδικαστική» για τη συνέχιση της παρουσίας του στην Ελλάδα -τουλάχιστον με την ιδιότητα του πιστωτή- και αφήνει ελάχιστα περιθώρια για πολιτικά «μαγειρέματα» στο Εκτελεστικό Συμβούλιο.
Μέσα στις γιορτές πέρασε απαρατήρητο ότι το Ταμείο δημοσίευσε τη λίστα με τις χώρες-μαύρα πρόβατα, που έχουν καθυστερήσει περισσότερους από 18 μήνες τις διαβουλεύσεις τους με το ΔΝΤ, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του καταστατικού του, το οποίο ορίζει ότι όλα τα μέλη έχουν την υποχρέωση να διαβουλεύονται τακτικά για τη σύνταξη έκθεσης σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση.
"Μαύρα πρόβατα"
Η Ελλάδα εμφανίζεται μαζί με Βενεζουέλα, Ερυθραία, Συρία και Λιβύη να έχει καθυστερήσει περισσότερους από 18 μήνες αυτή τη διαβούλευση και ως αιτία αναφέρονται «ζητήματα σχετιζόμενα με το οικονομικό πρόγραμμα», που εφαρμόζεται στη χώρα. Όπως εξηγείται σε σχετική σημείωση, συζητήσεις με τα στελέχη του Ταμείου έγιναν τον Σεπτέμβριο και η διαβούλευση αναμένεται να ολοκληρωθεί από το Συμβούλιο μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η εκκρεμότητα με το τυπικό «Ο.Κ» για την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το ελληνικό χρέος βρίσκεται πίσω από την καθυστέρηση της εισαγωγής της έκθεσης του άρθρου 4 στο Συμβούλιο, καθώς χωρίς την τυπική έγκριση αυτών των μέτρων δεν είναι δυνατό να ολοκληρωθεί η κατάρτιση της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους (DSA), που θα συνοδεύει την έκθεση του άρθρου 4.
Αυτή, όμως, είναι μόνο η τυπική εξήγηση της καθυστέρησης. Το ουσιαστικό πρόβλημα, που καλούνται να επιλύσουν τα βασικά μέλη του Συμβουλίου (Ουάσιγκτον και ισχυρές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες) είναι ότι η έκθεση του άρθρου 4, όπως και το DSA, ουσιαστικά αποκλείουν την επάνοδο του Ταμείου στην Ελλάδα σε ρόλο πιστωτή, έστω και με το συμβολικό ποσό, της τάξεως των 6 δισ. ευρώ, που έχει συζητηθεί ως τώρα.
Έκθεση-κόλαφος
Η έκθεση Τόμσεν δεν περιορίζεται μόνο σε συστάσεις για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και του αφορολόγητου ορίου, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν, αλλά αποτελεί κόλαφο συνολικότερα για το πρόγραμμα που συμφώνησε η Αθήνα με τους Ευρωπαίους δανειστές, το «καυτό» καλοκαίρι του 2015, και ουσιαστικά προτείνεται να «ξηλωθούν» οι βασικές του παράμετροι.
Ειδικότερα, ζητείται να μη γίνει δεκτή η δέσμευση της Ελλάδας για συνολικές περικοπές λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών του Δημοσίου κατά 2% του ΑΕΠ ως και το 2018, επειδή αυτές οι περικοπές κρίνεται ότι θέτουν σε κίνδυνο βασικές λειτουργίες του κράτους και την οικονομική ανάκαμψη.
Προτείνεται, επίσης, πλήρης ανασχεδιασμός του κοινωνικού κράτους, με αύξηση κονδυλίων για την επιδότηση της ανεργίας και άμεση κατάργηση όλων των επιδομάτων που δεν χορηγούνται με αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, ώστε να χρηματοδοτηθεί το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης.
Το προσωπικό του Ταμείου επιμένει στην ανάγκη πλήρους ανασχεδιασμού του προγράμματος, υπογραμμίζοντας ότι, με την παρούσα μορφή του, δεν είναι βιώσιμο μεσοπρόθεσμα, ακόμη και αν η Αθήνα καταφέρει να φθάσει στο στόχο του πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Εξίσου «καταδικαστικό» είναι και το DSA, που αποτιμά την επίδραση των βραχυπρόθεσμων μέτρων και την κρίνει εντελώς ανεπαρκή, καταλήγοντας στη σύσταση να προσδιορισθούν άμεσα όλα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, που θα εφαρμοσθούν μετά το τέλος του προγράμματος.
Δεν "περπατάει" η "λύση" Σόιμπλε
Το πιο προβληματικό στοιχείο της έκθεσης από την οπτική γωνία του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών είναι ότι η «λύση» που έχει προτείνει ο Β. Σόιμπλε για το ελληνικό πρόβλημα, δηλαδή η διατήρηση πολύ υψηλών πλεονασμάτων (3,5%) για μια δεκαετία, σε συνδυασμό με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος δεν κρίνεται ως βιώσιμη από το προσωπικό του Ταμείου με μερικές αλλαγές/προσθήκες στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, αλλά απαιτείται ουσιαστικά να ξαναγραφεί από την αρχή το μνημόνιο του 2015, ώστε να γίνουν ευρύτατες αλλαγές στο πρόγραμμα.
Μια ολική αναμόρφωση του προγράμματος, όπως αυτού που ζητούν οι υπηρεσίες του Ταμείου, είναι πολιτικά πολύ δύσκολο να συμφωνηθεί, όχι μόνο επειδή η ελληνική πλευρά ξεκαθαρίζει ότι δεν το αποδέχεται, αλλά και επειδή το αρνούνται σημαντικές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως το Παρίσι και η Ρώμη.
Η αντίληψη που επικρατεί στους κόλπους της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι η Ουάσιγκτον, ως βασικός μέτοχος του Ταμείου, είναι εντελώς απίθανο, υπό την προεδρία Τραμπ, να θελήσει να εκβιάσει μια συμφωνία για ένα νέο ελληνικό πρόγραμμα, κόντρα σε όλες τις δυσκολίες που θα επισημάνει το προσωπικό του Ταμείου. Όχι μόνο γιατί ο Ντ. Τραμπ έχει τονίσει στο παρελθόν ότι το ελληνικό θέμα πρέπει να το λύσουν οι Ευρωπαίοι, αλλά κυρίως επειδή δεν έχει λόγο να αναλάβει το ρίσκο μιας πιθανής νέας αποτυχίας του Ταμείου στην Ελλάδα.
Με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται εύλογη η προσδοκία της ελληνικής πλευράς ότι το Ταμείο θα περιορισθεί σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, ώστε να κλείσει χωρίς μεγάλη καθυστέρηση η συμφωνία για την αξιολόγηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που άλλωστε θεωρείται κατά 99% ολοκληρωμένη. Το μόνο που μένει, αφού πλέον η κυβέρνηση το έχει αποδεχθεί πολιτικά, είναι να συμφωνηθεί η παράταση του δημοσιονομικού «κόφτη», με ορισμένες προσαρμογές, για να καλυφθεί η περίοδος του νέου μεσοπρόθεσμου προγράμματος, δηλαδή έως και το 2020.