Φραγμούς στις χορηγήσεις στεγαστικών δανείων επιβάλλει η Τράπεζα της Ελλάδος από την 1η Ιανουαρίου 2025, ώστε να μετριαστούν οι κίνδυνοι για τις τράπεζες και τους δανειολήπτες, που απορρέουν κυρίως από τη μεγάλη αύξηση των τιμών των κατοικιών. Με βάση τα νέα όρια που τίθενται, οι τράπεζες δεν θα μπορούν να χρηματοδοτούν πάνω από το 90% της αξίας μιας κατοικίας και να δίνουν δάνεια με ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης που υπερβαίνει το 50% του εισοδήματος του δανειολήπτη.
Ειδικότερα, απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει ότι θεσπίζονται «μακροπροληπτικά μέτρα σχετικά με τη δανειακή επιβάρυνση που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη για δάνεια και λοιπές πιστώσεις προς φυσικά πρόσωπα με εξασφάλιση οικιστικό ακίνητο στην Ελλάδα ως εξής:
α) Ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τον δείκτη δανείου προς αξία κατά την έγκριση (loan-to-value at origination - LTV-O) 90% για δανειολήπτες που είναι αγοραστές για πρώτη φορά και 80% για τους λοιπούς δανειολήπτες.
Ποσοστό έως 10% επί του συνολικού αριθμού των δανείων και λοιπών πιστώσεων που εγκρίνονται και έχουν έστω εν μέρει εκταμιευθεί εντός εκάστοτε ημερολογιακού τριμήνου σε επίπεδο ιδρύματος ή οντότητας δύναται να υπερβαίνει τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια LTV-O. Η αξιολόγηση της υπέρβασης των ορίων θα γίνεται διακριτά για τους αγοραστές για πρώτη φορά και για τους λοιπούς δανειολήπτες. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τον δείκτη LTV-O δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης ιδιωτών που αφορούν ακίνητα.
β) Ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα κατά την έγκριση (debt service-to-income at origination - DSTI-O) 50% για δανειολήπτες που είναι αγοραστές για πρώτη φορά και 40% για τους λοιπούς δανειολήπτες.
Ποσοστό έως 10% επί του συνολικού αριθμού των δανείων και λοιπών πιστώσεων που εγκρίνονται και έχουν έστω εν μέρει εκταμιευθεί εντός εκάστοτε ημερολογιακού τριμήνου σε επίπεδο ιδρύματος ή οντότητας δύναται να υπερβαίνει τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια DSTI-O. Η αξιολόγηση της υπέρβασης των ορίων θα γίνεται διακριτά για τους αγοραστές για πρώτη φορά και για τους λοιπούς δανειολήπτες».
Όπως πρώτο έχει αναφέρει το Σin από τον περασμένο Νοέμβριο η ΤτΕ εξέταζε την εφαρμογή μέτρων μακροπροληπτικής εποπτείας, ώστε να απομακρύνει κάθε κίνδυνο επανάληψης υπερβολών του παρελθόντος, που είχαν μεγάλη συμβολή στην πρωτοφανή αύξηση των κόκκινων στεγαστικών δανείων, τα οποία έφθασαν να αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των συνολικών χορηγήσεων αυτής της κατηγορίας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είχε απευθύνει σύσταση στην ΤτΕ να καθιερώσει αυτούς τους περιορισμούς, που επιβάλλονται και στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, σημειώνοντας ότι οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί περισσότερο από 60% από το χαμηλότερο σημείο όπου είχαν υποχωρήσει στη διάρκεια της κρίσης, το 2017 και αυτό δημιουργεί κινδύνους για τις τράπεζες και τους δανειολήπτες.
Πάντως, τα νέα όρια που επιβάλλει η ΤτΕ δεν αναμένεται να προκαλέσουν αλλαγές στην πολιτική των τραπεζών, που πλέον ακολουθούν πολύ αυστηρούς κανόνες για τις χορηγήσεις στεγαστικών δανείων, καθώς τελούν ακόμη υπό την επήρεια του μεγάλου σοκ της προηγούμενης δεκαετίας. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η ΤτΕ,
- Η αύξηση των εκταμιεύσεων το 2022 κατά 42% δεν συνοδεύθηκε από χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων. Τα πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν έως τώρα συνετές πρακτικές δανεισμού.
- Το δ' τρίμηνο του 2022 ο δείκτης δανείου προς αξία κατά την έκδοση του δανείου (LTV-O) διαμορφώθηκε σε 61,6%. Μάλιστα, στο 27,2% των εκταμιεύσεων ο δείκτης ήταν μικρότερος ή ίσος με 50%, δηλαδή η τράπεζα χρηματοδότησε λιγότερο από το μισό της αξίας του ακινήτου.
- Οι δαπάνες εξυπηρέτησης των δανείων σε ετήσια βάση ήταν μόλις 24,2% του εισοδήματος του δανειολήπτη.