«Είμαστε έθνος ανάδελφο», είχε δηλώσει κάποτε ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης. Διαχρονικά είμαστε και διπλωματικά εσωστρεφές έθνος, σε σχέση με την αναζήτηση διεθνών εταίρων, με τον σχηματισμό στρατηγικών συμμαχιών, με τη δημιουργία «μοντέλων» συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο. Η αυξανόμενη επιθετικότητα και το ντεμαράζ προκλήσεων που επιδεικνύει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια, «παρήγαγαν» το εξής… θετικό αποτέλεσμα: κατέδειξαν προς το πολιτικό σώμα την ανάγκη για υιοθέτηση μιας νέας φόρμουλας εξωτερικής πολιτικής, σε σχέση κυρίως με τα ελληνοτουρκικά αλλά και εν γένει για τον ρόλο της Ελλάδας στην Αν.Μεσόγειο, που εδράζεται στη συνεργασία με άλλες χώρες.
Η θέσπιση στρατηγικής συμμαχίας με τη Γαλλία, η ανανέωση και ισχυροποίηση της αμυντικής συμφωνίας με τη Γαλλία, η τριμερής συνεργασία με Αίγυπτο και Κύπρο, καθώς και ο σημαντικός δίαυλος που έχει ανοίξει με το Ισραήλ και ενδεχομένως να μετουσιωθεί σε έμπρακτη αλληλοϋποστήριξη (γεωπολιτικά και αμυντικά), αλλάζουν τα δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο. Προσθέτουν ειδικό βάρος στον γεωπολιτικό ρόλο που διαδραματίζει η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή και ενισχύουν την αποτρεπτική ισχύ της χώρας έναντι κάθε απειλής, που εκφράζεται από την Άγκυρα.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι εν λόγω συμφωνίες έχουν θετικό πρόσημο για τη χώρα, παρά το γεγονός ότι δεν καλύπτουν πλήρως, όλες τις προσδοκίες, τα «θέλω», ενδεχομένως και τις ονειρώξεις εκείνων που φαντάζονται τον γαλλικό αεροπλανοφόρο Ντε Γκολ και τον 6ο αμερικανικό στόλο να «κόβουν» βόλτες στο Αιγαίο, περιφρουρώντας τα ελληνικά νησιά… Το αποτρεπτικό στοιχείο «κυριαρχεί» και εκπέμπεται προς πάσα κατεύθυνση από τις εν λόγω στρατηγικές συμμαχίες, οι οποίες δύναται να εφαρμοστούν, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Πάντα, όμως, ακολουθώντας όχι μια αίολη και κατά το δοκούν ερμηνεία των συμφωνηθέντων, αλλά μια συγκεκριμένη γεωπολιτική κατεύθυνση που υπαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο και από τη ρεαλιστική προσέγγιση της κατάστασης. Ο,τι περιγράφεται από τις εν λόγω συμφωνίες και στο πλαίσιο πάντα που το επιτρέπουν οι διεθνείς συνθήκες. Έχοντας ως «προίκα», λοιπόν, τις ισχυρές στρατηγικές συμμαχίες που σύναψε και το ευνοϊκό γι’ αυτήν μομέντουμ που διαμορφώνεται στη γεωπολιτική σκακιέρα, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε συγκεκριμένα βήματα, ανακόπτοντας εν τη γενέσει τους τις τουρκικές επιδιώξεις.
Το τάιμινγκ είναι κατάλληλο για πραγματοποιηθεί ένας ολιστικός σχεδιασμός αντιμετώπισης των πάσης φύσεων αναμενόμενων νέων τουρκικών προκλήσεων, που επιπροσθέτως θα καθορίζει και τις πρωτοβουλίες που θα λάβει η ελληνική διπλωματία στο άμεσο μέλλον, όπως για παράδειγμα η ενεργοποίηση του πλάνου για επέκταση των χωρικών υδάτων νοτίως της Κρήτης.
Χωρίς υπερβολές, αλλά με βούληση για την εκμετάλλευση όλων των γεωπολιτικών και στρατηγικών ατού που απορρέουν από τις σημαντικές διπλωματικές συμφωνίες, η Ελλάδα δύναται να προωθήσει μεθοδικά την ατζέντα της, να διαλύσει αποτελεσματικά τις τουρκικές «φαντασιώσεις» και να ισχυροποιήσει, βεβαίως, ακόμη περισσότερο τον κομβικό ρόλο της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.