Το Τιτσίνο είναι το νοτιότερο από τα 26 καντόνια της Ελβετίας και είναι γνωστό για τις «σπηλιές» του, τις σημερινές ταβέρνες των χωριών.
Είναι φυσικές σπηλιές που χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα και λειτουργούσαν ως οικογενειακά κελάρια, λόγω του εξαιρετικoύ αερισμού σύμφωνα με το bbc travel.
Δεδομένου ότι δημιουργήθηκαν μετά από κατολισθήσεις έχουν πορώδη θεμέλια που εγγυώνται την εσωτερική κυκλοφορία του αέρα σε σταθερή θερμοκρασία καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ιδανικές ειδικά για παλαίωση κρασιού.
«Εκατοντάδες χρόνια πριν, κάποιες κατσίκες έβαζαν τα κεφάλια τους στις τρύπες των τοιχωμάτων των σπηλαίων, πάνω στα βουνά», εξηγεί η ξεναγός Patricia Carminati. «Σύντομα, οι κτηνοτρόφοι συνειδητοποίησαν ότι το έκαναν για να νιώσουν τον κρύο αέρα και άρχισαν να τις χρησιμοποιούν ως «φυσικά ψυγεία».
Με την πάροδο του χρόνου, οι ντόπιοι άρχισαν να τις διαμορφώνουν εσωτερικά και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έβαλαν πέτρινα τραπέζια, στον προαύλιο χώρο και άρχισαν να πωλούν τα προϊόντα τους», ανέφερε στο BBC ο Alessandro Rezzonico.
Μερικά από τα γνωστά προϊόντα που παράγονται στο Τιτσίνο είναι το «nocino» (λικέρ από καρύδια), το «gazzosa» (ένα ημίγλυκο ανθρακούχο ποτό που παρασκευάζεται με λεμόνια) και το «pepe della Valle Maggia» (πιπέρι από την κοιλάδα Maggia).
Σήμερα, οι σπηλιές είναι συνώνυμο της γαστρονομίας του τόπου και έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την οικεία αίσθηση του παρελθόντος της περιοχής, σερβίροντας πλούσιο φαγητό από εποχιακά προϊόντα με συνταγές που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά, σύμφωνα με το δημοσίευμα του ΒΒC Travel.