Παρότι από την Γερμανία μεταδίδεται αισιοδοξία ότι το ΔΝΤ θα μετάσχει στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος χωρίς να δοθεί λύση για το χρέος, η σημερινή συνάντηση της καγκελαρίου Μέρκελ με την Κριστίν Λαγκάρντ προδιαγράφεται δύσκολη, καθώς η διευθύντρια του Ταμείου αναμένεται ότι θα επιμείνει στην ανάγκη να ληφθούν σοβαρά και αξιόπιστα μέτρα από τους Ευρωπαίους για τη διασφάλιση της βιωσιμότηταςτου ελληνικού χρέους.
Η θέση της Γαλλίδας διευθύντριας του ΔΝΤ είναι από χθες πολύ λεπτή, μετά την πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον υπουργό Οικονομικών του Τραμπ, Στιβ Μνούτσιν, από την οποία κατέστη σαφές ότι η νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη να θέσει θέματα που θα οδηγήσουν σε σοβαρές τριβές με τη διοίκηση του Ταμείου.
Η σχετική ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών δεν περιλαμβάνει αναφορές στο θέμα της Ελλάδας, αλλά ενσωματώνει σημαντικές προειδοποιήσεις (αν όχι απειλές...) προς τη διοίκηση του Ταμείου, σχετικά με το θέμα που «καίει» τον Τραμπ, δηλαδή τις υποτιθέμενες αθέμιτες πρακτικές υποτίμησης νομισμάτων, από χώρες που θέλουν με αυτό τον τρόπο να αποκτήσουν πλεονεκτήματα στις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Τριβές για την Κίνα
Ο Μνούτσιν, πρώην κορυφαίο στέλεχος της Goldman Sachs, υπογράμμισε στην Λαγκάρντ την προσδοκία του ότι το ΔΝΤ θα προσφέρει «ειλικρινή ανάλυση» των συναλλαγματικών πολιτικών που ακολουθούν οι χώρες - μέλη του Ταμείου. Γι’ αυτό το θέμα, η αμερικανική διοίκηση και το ΔΝΤ αναμένεται να βρεθούν πολύ σύντομα σε αντιπαράθεση, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Κίνα, καθώς το Ταμείο, σε αντίθεση με τον Τραμπ, εκτιμά ότι το Πεκίνο έχει πάψει να υποστηρίζει την υποτίμηση του γιουάν, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του στο παγκόσμιο εμπόριο.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπου η Κριστίν Λαγκάρντ περιμένει σύντομα να εκδηλωθούν επιθέσεις εναντίον του Ταμείου για το θέμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, εκτιμάται ότι έχει πολύ περιορισμένα περιθώρια ελιγμών σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα, καθώς κάθε «στραβοπάτημα» μπορεί να δώσει αφορμή για να κινηθεί εναντίον της το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών.
Άλλωστε, ο Μνούτσιν ξεκαθάρισε, κατά την ακρόασή του στο Κογκρέσο, ότι βασικός του στόχος, σε σχέση με τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, στους οποίους μετέχει η Ουάσιγκτον, είναι να κινηθούν με τρόπο που θα εξυπηρετεί πρωτίστως τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυτή η στάση ασφαλώς και δεν αφήνει περιθώρια στο Ταμείο να συνεχίσει να ερμηνεύει ελαστικά το καταστατικό του, προκειμένου να εξυπηρετεί την ευρωζώνη.
Ψυχρολουσία στους Γερμανούς
Το ίδιο μήνυμα πέρασε στους Γερμανούς χθες, σε δηλώσεις του από το Βερολίνο, ο Αμερικανός αναπληρωτής διευθυντής του Ταμείου, Ντέιβιντ Λίπτον. Ο Λίπτον υπογράμμισε ότι «το ΔΝΤ πρέπει να εφαρμόσει τις πολιτικές και τους κανόνες του για να διατηρήσει την αξιοπιστία του».
Αν και αναγνώρισε ότι έχει σημειωθεί πρόοδος από την Ελλάδα, ξεκαθάρισε ότι δεν πρέπει να αναμένουν οι Ευρωπαίοι πως το Ταμείο θα «ρίξει νερό στο κρασί του». «Αν η συμμετοχή μας σε ένα πρόγραμμα μας οδηγούσε μακριά από την εντολή μας», είπε, «το ΔΝΤ θα μπορούσε να αμφισβητηθεί σοβαρά».
Στη σημερινή συνάντηση με τη γερμανίδα καγκελάριο, το μόνο που μπορεί να γίνει δεκτό από την Κρ. Λαγκάρντ είναι να προχωρήσουν οι συνομιλίες σε τεχνικό επίπεδο, για να οριστικοποιηθούν τα μέτρα μετά το 2018, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι, ακόμη και η καλύτερη έκβαση αυτών των συνομιλιών, θα οδηγήσει αυτόματα σε συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα.
Οι απαιτήσεις του Ταμείου
Η διοίκηση του ΔΝΤ επιμένει στην εκτίμησή της ότι όση προσπάθεια και αν κάνει η Ελλάδα, οι στόχοι του προγράμματος θα πρέπει να προσαρμοσθούν με ρεαλιστικό τρόπο. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, το ΔΝΤ δεν θεωρεί ρεαλιστικό να διατηρηθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% πέραν του 2021. Επιπλέον, εκτιμά ότι θα χρειασθούν σοβαρές δεσμεύσεις από το Eurogroup για την ενεργοποίηση όλων των απαραίτητων μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος μετά το 2018.
Σε αυτές τις απαιτήσεις είναι προφανές ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί η γερμανική πλευρά άμεσα. Γι’ αυτό και το μόνο που μπορεί να συμφωνηθεί σε αυτή την φάση μεταξύ Μέρκελ και Λαγκάρντ είναι να προχωρήσουν οι τεχνικές συζητήσεις και να επανέλθουν στη συζήτηση του δυσκολότερου θέματος αργότερα, όταν θα έχει οριστικοποιηθεί η τεχνική συμφωνία.