Περισσότερες από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες από κοινού προσφέρουν δουλειά στα δύο τρίτα των Ευρωπαίων εργαζομένων, φοβούνται για την επιβίωσή τους τους ερχόμενους 12 μήνες, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που έκανε η εταιρεία παροχής συμβουλών σε θέματα διαχείρισης McKinsey.
Η έρευνα αυτή, η οποία έγινε σε περισσότερες από 2.200 εταιρείες σε πέντε χώρες --Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Βρετανία-- έδειξε ότι το 55% αναμένει ότι θα κλείσει ως τον Σεπτέμβριο του ερχόμενου έτους αν τα έσοδα που έχει παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα.
Αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία, μία στις δέκα μικρομεσαίες εταιρείες αναμένεται να κηρύξει πτώχευση εντός έξι μηνών.
Η έρευνα αυτή έγινε τον Αύγουστο, πριν από την σημερινή αύξηση των νέων κρουσμάτων στην Ευρώπη, η οποία εξωθεί κυβερνήσεις να επιβάλουν νέους περιορισμούς στις δραστηριότητες και γεννά εικασίες για νέα lockdown σε εθνικό επίπεδο.
Το πόρισμα της έρευνας αυτής έρχεται επίσης την ώρα που πολλαπλασιάζονται οι προειδοποιήσεις για ένα επικείμενο κύμα χρεωκοπιών επιχειρήσεων και καθώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και άλλοι καλούν τις κυβερνήσεις της Ευρώπης να διπλασιάσουν την κρατική υποστήριξη για να βοηθήσουν τις εταιρείες να αντεπεξέλθουν στην πανδημία της COVID-19.
"Πρόκειται για ένα σημαντικό βάρος στον χρηματοπιστωτικό τομέα", σημειώνει ο Ζντράβκο Μλαντένοφ, ένας από τους συντάκτες των πορισμάτων της έρευνας, όσον αφορά έναν από τους αντίκτυπους που θα έχει μια τέτοια εξέλιξη, η οποία θα οδηγήσει στην εκτίναξη του αριθμού των ανέργων και θα ανακόψει ευρύτερες επενδύσεις στην οικονομία.
Οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν από το Reuters τον περασμένο μήνα προβλέπουν ανάπτυξη της οικονομίας της ευρωζώνης κατά μόλις 5,5% το ερχόμενο έτος έπειτα από μια πτώση περίπου 8% φέτος, αλλά προειδοποίησαν ότι ακόμη και αυτή η ασταθής ανάκαμψη είναι ευάλωτη σε μια περαιτέρω εξάπλωση του νέου κορονοϊού.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθορίζονται ως αυτές που απασχολούν 250 ή λιγότερους εργαζομένους.
Στην Ευρώπη, αυτές απασχολούν περισσότερα από 90 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά το μικρό τους μέγεθος τις καθιστά ευάλωτες σε κρίσεις ρευστότητας. Στην Ισπανία για παράδειγμα το 83% των 85.000 επιχειρήσεων που έχουν καταρρεύσει από τον Φεβρουάριο απασχολούν λιγότερους από πέντε εργαζομένους.
Κρατικά μέτρα που ελήφθησαν σε όλη την περιοχή, τα οποία εκτείνονται από μορατόρια στις πτωχεύσεις ως αναστολές αποπληρωμής δανείων, έχουν ως τώρα κρατήσει στη ζωή χιλιάδες επιχειρήσεις που παλεύουν να επιβιώσουν. Ωστόσο καθώς αυτά τα μέτρα έχουν αρχίσει να εξαντλούνται σε ορισμένες περιπτώσεις, η Μπούντεσμπανκ της Γερμανίας και η Τράπεζα της Αγγλίας βρίσκονται μεταξύ αυτών που προειδοποιούν για αύξηση των πτωχεύσεων.
"Οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να κάνουν ό,τι χρειάζεται για την αναχαίτιση της πανδημίας και της οικονομικής της ζημίας και όχι να αποσύρουν την υποστήριξή τους πρόωρα, ώστε να αποφευχθεί να επαναληφθεί το λάθος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης", υπογραμμίζει το ΔΝΤ στο ιστολόγιό του αυτήν την εβδομάδα (Ιστολόγιο: https://bit.ly/2Hp1sLS).
"Για τις εταιρείες, οι πολιτικές θα πρέπει τώρα να προχωρούν πέραν της ενίσχυσης της ρευστότητας και να διασφαλίζουν ότι αφερέγγυες αλλά βιώσιμες εταιρείες μπορούν να παραμείνουν σε λειτουργία", προσθέτει και αναφέρεται σε μέτρα για τη διευκόλυνση της αναδιάρθρωσης χρέους ή τη διάθεση ιδίων κεφαλαίων σε βιώσιμες εταιρείες.