Οι αυθόρμητες καταθέσεις του Νίκου Μανιαδάκη «καίνε» τον ίδιο και πρώην υπουργούς, καθώς εξακολουθούν να ισχύουν τα όσα έχει καταθέσει ως «Γιάννης Αναστασίου».
Ενώ ο ίδιος υποστηρίζει, ότι τώρα τον πίεσαν να καταθέσει εναντίον πολιτικών προσώπων και συγκεκριμένα εναντίον των πρώην υπουργών Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη και Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα, αλλά και για τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, στις παλαιές του καταθέσεις που ήταν «αυθόρμητες», δεδομένου ότι μόνος του προσήλθε, είχε πει τα ίδια!
Ειδικότερα στις προχθεσινές του δηλώσεις ανέφερε ότι πως «οι δικαστικές αρχές μου έκαναν επίμονες ερωτήσεις για τους κ. Σαμαρά, Γεωργιάδη και Στουρνάρα», υπογραμμίζοντας ότι «μου ζητήθηκε να γνωρίσω αν έχουν λάβει αμοιβές, το αρνήθηκα και το αρνούμαι, δεν μπορεί ένας άνθρωπος να τίθεται υπό καθεστώς πίεσης για να ομολογήσει. Μού ζητήθηκε, συνέχισε, υπό καθεστώς πίεσης, να πω τι είχε κάνει ή δεν είχε κάνει το τάδε πολιτικό πρόσωπο».
Ωστόσο στις παλαιές του καταθέσεις, στις ελληνικές ανακριτικές αρχές και στο FBI (από τον Νοέμβριο του 2017 και στις 3 και 26 Ιανουαρίου 2018), όπου προσήλθε με την ιδιότητα του προστατευόμενου μάρτυρα και με το κωδικό όνομα «Γιάννης Αναστασίου» ήταν καταπέλτης.
Σύμφωνα με πληροφορίες στην πρώτη κατάθεσή του, απαντώντας στην ερώτηση «τι γνωρίζεται για πράξεις διαφθοράς δημοσίων λειτουργών σε σχέση με την εταιρεία Novartis Ελλάς ή άλλες φαρμακευτικές εταιρείες;» ο «Γιάννης Αναστασίου» ανέφερε μεταξύ των άλλων: « ήταν διάχυτη η φήμη στον χώρο των φαρμακευτικών εταιρειών… ότι ο Μάριος Σαλμάς (τέως αναπληρωτή υπουργού Υγείας της Νέας Δημοκρατίας) ελάμβανε παρανόμως χρήματα ως δώρα, προκειμένου να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των φαρμακευτικών εταιρειών».
Επίσης, σε άλλο σημείο της κατάθεσής του προσθέτει για τον κ. Σαλμά «… σε μία περίπτωση αμέσως, μετά από συνάντηση με εκπροσώπους φαρμακευτικής επιχείρησης, την οποία δεν μπορώ να προσδιορίσω, είδα ότι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του υπήρχε μεγάλη δεσμίδα χαρτονομισμάτων των 50 ευρώ».
Πάντως πρέπει να διευκρινιστεί, ότι ο κ. Σαλμάς έχει διαψεύσει από το βήμα της Βουλής τους ισχυρισμούς του εν λόγω μάρτυρα υποστηρίζοντας ότι μπήκε στο στόχαστρό του, επειδή κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υπουργείο Υγείας είχε ζημιώσει με τις ενέργειές του, τα συμφέροντα της Novartis.
Ακολούθησε και δεύτερη κατάθεση του «Γιάννη Αναστασίου», στην οποία ανέφερε ότι κατά την περίοδο 2000-2015 υπολογίζει, κατά προσωπική εκτίμηση, ότι «το προϊόν της διαφθοράς» μόνον από τη Novartis, ανέρχεται σε 1,8 δισ. ευρώ.
Παράλληλα είχε αναφερθεί στους υπεύθυνους της διαμόρφωσης των τιμών στα φάρμακα, όταν ήταν υπουργός Υγείας ο Ανδρέας Λοβέρδος (2011), υποστηρίζοντας ότι «την περίοδο εκείνη υπήρξε μεγάλη αδιαφάνεια και γκρίζες ζώνες σε σχέση με τις πηγές των στοιχείων και την μεθοδολογία επεξεργασίας τους» και συμπληρώνει ότι «ήταν λογικά αδύνατον ο υπουργός να μην γνωρίζει δεδομένου ότι αυτός είχε και την ευθύνη της εγκρίσεως των τιμών με την υπογραφή του».
Αναφορικά δε, με την περίοδο της θητείας του Άδωνι Γεωργιάδη στο υπουργείο Υγείας, κατά τη διετία 2013-2014, είχε υποστηρίξει ότι τα άτομα που διαμόρφωναν τις τιμές των φαρμάκων εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Novartis και θεωρεί «λογικά αδύνατον να γίνονταν αυτά εν αγνοία του υπουργού, που είχε και την ευθύνη εγκρίσεως των τιμών σύμφωνα με το νόμο»!
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ένα απόσπασμα από την κατάθεσή του και τον διάλογο με τους ανακριτές. Συγκεκριμένα ερωτάται:
«Ποιοι ήταν οι στενοί συνεργάτες του Α. Γεωργιάδη;»
Ο «Γιάννης Αναστασίου» απαντά:
«Είναι μία γυναίκα (έδωσε τα πλήρη στοιχεία της) και ο Νίκος Μανιαδάκης». Δηλαδή είπε στις αρχές ότι και ο ίδιος, ήταν συνεργάτης του Άδωνι Γεωργιάδη!
Τι γίνεται τώρα;
Σύμφωνα με τη νομική διαδικασία, μετά την απώλεια του προστατευόμενου μάρτυρα και την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορούμενου ο καθηγητή Υγείας, Νίκος Μανιαδάκης, οι καταθέσεις του, ως «Γιάννης Αναστασίου» σε ότι αφορούν στον ίδιο δεν ισχύουν.
Όμως ισχύουν, όσα είχε πει για τρίτους, (υπουργούς, συνεργάτες των υπουργών και πρόσωπα που διαμόρφωναν τις τιμές των φαρμάκων).
Επίσης η ιδιότητα του προστατευόμενου μάρτυρα δεν τον προστατεύει από τυχόν στοιχεία που προκύπτουν από καταθέσεις άλλων προσώπων ή στοιχεία της δικογραφίας.
Στο πλαίσιο αυτό, επειδή οι Αρχές είχαν και άλλα στοιχεία, τα οποία ο ίδιος δεν τα επιβεβαίωσε ή οι Αρχές θεώρησαν ότι επιχείρησε να τις παραπλανήσει, απέκτησε την ιδιότητα του κατηγορούμενου.