Πολιτική

Οι δύο τορπίλες στη συμφωνία!


Βερολίνο και ΔΝΤ τορπιλίζουν απροκάλυπτα τη συμφωνία με την Ελλάδα για τη δεύτερη αξιολόγηση και την ελάφρυνση του χρέους, μετατρέποντας σε... mission impossible την προσπάθεια που αρχίζει σήμερα η διαπραγματευτική ομάδα της κυβέρνησης στις Βρυξέλλες για μια πολιτική σύγκλιση με τους δανειστές, που θα επέτρεπε την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας σε μια έκτακτη συνεδρίαση του Eurogroup, μέσα στον Απρίλιο.

Η μετάβαση Τσακαλώτου, Χουλιαράκη και Αχτσιόγλου στις Βρυξέλλες για επαφές σε πολιτικό επίπεδο με τους Θεσμούς από σήμερα, δηλαδή στο «παρά πέντε» της συνεδρίασης του Eurogroup, στην Μάλτα την Παρασκευή, δεν δημιουργεί αισιοδοξία για μια ουσιαστική επιτάχυνση των εξελίξεων στις διαπραγματεύσεις, καθώς από την πλευρά των δανειστών, δηλαδή από το ΔΝΤ και το Βερολίνο, έχουν εγερθεί αξιώσεις, που η Αθήνα θεωρεί ότι εξυπηρετούν περισσότερο κάποιες άδηλες πολιτικές σκοπιμότητες, παρά την κατάληξη σε μια ισορροπημένη συμφωνία.

Η πρώτη «τορπίλη» στην αξιολόγηση είναι, βεβαίως, η απαίτηση του ΔΝΤ -με την υποστήριξη Σόιμπλε- να τεθούν σε εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου του 2019 όλα τα μέτρα που έχει προτείνει η ομάδα Τόμσεν. Δηλαδή, να επιβληθούν ταυτόχρονα τόσο η μείωση του αφορολόγητου χαμηλότερα και από τα 6.000 ευρώ, που θα πλήξει καίρια τα χαμηλά εισοδήματα, όσο και η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, που θα φέρει μειώσεις έως και 30%.

Η κυβέρνηση έχει ζητήσει να μοιρασθεί τουλάχιστον σε δύο χρονιές (2019-2020) η μείωση των συντάξεων, ώστε να γίνει με πιο ήπιο τρόπο, αλλά και να αποφύγει το δυσβάστακτο πολιτικό κόστος της επιβολής όλων των μέτρων μέσα στην ίδια εκλογική -εάν εξαντλήσει η κυβέρνηση τα συνταγματικά όρια της θητείας της- χρονιά.

Το ΔΝΤ προβάλλει πολιτικά, αλλά και οικονομικά επιχειρήματα για να αρνείται ως τώρα έστω και αυτή τη μικρή διευκόλυνση προς την ελληνική πλευρά. Από τη μια υποστηρίζει ότι θα μειωθεί η αξιοπιστία του προγράμματος, εάν συμφωνηθούν μέτρα που θα κληθεί να εφαρμόσει άλλη κυβέρνηση, τη στιγμή που η αξιωματική αντιπολίτευση δηλώνει ότι δεν θα τα υπερψηφίσει.

Από την άλλη, προβάλλεται το επιχείρημα ότι έστω και ένας χαμένος χρόνος θα επηρεάσει αρνητικά τους υπολογισμούς για τη βιωσιμότητα του χρέους, κάτι που θα δυσαρεστούσε τους Ευρωπαίους δανειστές, οι οποίοι επιζητούν τη μείωση της δικής τους επιβάρυνσης από τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης.

"Ψηφίστε τα μέτρα και... βλέπουμε"

Εκτός, όμως, από αυτή τη γνωστή εμπλοκή, η διαπραγμάτευση τορπιλίζεται και από την απαίτηση των δανειστών να νομοθετήσει η κυβέρνηση όλα τα μέτρα της αξιολόγησης, αλλά και τα μέτρα για την περίοδο μετά το 2018 πριν αρχίσει η διαπραγμάτευση μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ για τα πλεονάσματα και την ελάφρυνση του χρέους.

Αυτό το θέμα αξιολογείται ως ιδιαίτερα σημαντικό από την κυβέρνηση, που φοβάται ότι, εάν περάσει από τη Βουλή όλα τα μέτρα, αφήνοντας τους δανειστές να αποφασίσουν στη συνέχεια για τα πλεονάσματα και για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, θα εκτεθεί σε δυσάρεστες εκπλήξεις, καθώς ΔΝΤ και Βερολίνο δεν κρύβουν τις διαφωνίες τους και δεν αποκλείεται να οδηγηθούν σε ένα συμβιβασμό εις βάρος της Ελλάδας, που θα διαψεύσει τις προσδοκίες για μια ουσιαστική λύση στο πρόβλημα του χρέους.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε αυτό τον κίνδυνο αναφέρθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, ο πρωθυπουργός στις τελευταίες δηλώσεις του για τη διαπραγμάτευση (συνέντευξη στο «Έθνος της Κυριακής»).

Ο Αλέξης Τσίπρας υπογράμμισε ότι η όποια λύση συνδέεται με «ουσιαστικά μέτρα για το χρέος» και ανέφερε χαρακτηριστικά: «Είναι η πρώτη φορά που δεν εφαρμόζουμε μέτρα περιμένοντας να μας δώσουν κάτι μετά, αλλά το αντίστροφο. Θα κλείσει η συμφωνία, θα ψηφίσουμε μέτρα και αντίμετρα, τα οποία θα εφαρμοστούν μετά το 2019 – και αυτό μόνο εάν, εν τω μεταξύ, υπάρχουν ουσιαστικά μέτρα για το χρέος και έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται».

Όμως, παρά την προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να διασφαλίσει ότι όποιες υποχωρήσεις γίνουν θα έχουν αντίκρισμα, σε ό,τι αφορά τη μείωση του χρέους, από την πλευρά των δανειστών διατυπώνεται η επίμονη απαίτηση να κάνει η Αθήνα πρώτη όλες τις υποχωρήσεις που ζητούνται και να αφήσει εν λευκώ στην πλευρά των δανειστών τη διευθέτηση του χρέους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης του Eurogroup, την Παρασκευή, γίνεται λόγος για συμφωνία σε ένα συνολικό πακέτο μέτρων, το οποίο θα επιτρέψει την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και, ακολούθως, αναφέρεται ότι «τα ζητήματα αυτά περιλαμβάνουν τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στην ενέργεια, αλλά και την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας μεσοπρόθεσμα, δηλαδή από το 2018 και μετά».

Αυτή η αναφορά στα μέτρα για την περίοδο μετά τη λήξη του προγράμματος, τα οποία «πακετάρονται» από το Eurogroup με τα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης, δείχνει ότι θα είναι πολύ δύσκολο για την κυβέρνηση να ακολουθήσει το δικό της προγραμματισμό, ο οποίος προέβλεπε να ψηφισθούν ακόμη και μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα τα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης και να περάσουν από τη Βουλή η περικοπή αφορολόγητου και συντάξεων αργότερα, όταν θα έχει ολοκληρωθεί και η συζήτηση μεταξύ των δανειστών για το χρέος.

Αναλύοντας πολιτικά αυτά τα βασικό στοιχεία της διαπραγμάτευσης, φθάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι οι δανειστές οδηγούν, με τη στάση τους, την κυβέρνηση σε πολιτικό «Βατερλό»: κινδυνεύει να αποδεχθεί πολύ σκληρά μέτρα, που θα εφαρμοσθούν μάλιστα σε εκλογική χρονιά, χωρίς καν να αποσπάσει μια αξιοπρεπή διευθέτηση για το χρέος, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν πολιτικό αντίβαρο...