Δύο μεγάλες προκλήσεις στην οικονομία περιμένουν την επόμενη κυβέρνηση, καθώς θα πρέπει να περάσει από την εποχή των προγραμμάτων στήριξης στην εποχή των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων και να υλοποιήσει χωρίς καθυστερήσεις το μίνι μνημόνιο του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να μην απειληθεί η χώρα με απώλειες κονδυλίων το 2026.
Η ΝΔ, που εκτός σοβαρού απροόπτου θα σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα επιδιώξει να φέρει μπροστά, χρονικά, τα καλά νέα για τους ψηφοφόρους. Μέσα στις πρώτες εβδομάδες της διακυβέρνησης σχεδιάζει να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο με όλες τις ελαφρύνσεις για τις οποίες έχει δεσμευθεί, όπως η αύξηση του αφορολόγητου ορίου κατά 1.000 ευρώ για οικογένειες με παιδιά από το 2024, η χαλάρωση των τεκμηρίων από το 2025 και η σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος ως το τέλος της τετραετίας. Πρόκειται για μέτρα με ελεγχόμενο και σταδιακά αυξανόμενο δημοσιονομικό αποτύπωμα, που δεν θα προκαλέσουν αντιδράσεις από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς.
Ευχάριστες εξελίξεις, επίσης, αναμένονται τον Σεπτέμβριο, καθώς στις 9 του μήνα είναι προγραμματισμένη η αξιολόγηση της οικονομίας από τον οίκο DBRS και θεωρείται πολύ πιθανό ότι θα ανακτήσει η χώρα την επενδυτική βαθμίδα, που θα διευκολύνει τον δανεισμό του κράτους και τη γενικότερη συγκράτηση του κόστους δανεισμού και προσέλκυση κεφαλαίων στην οικονομία.
Παρ’ όλα αυτά, στον ορίζοντα της οικονομικής διαχείρισης προβάλλουν οι δύο μεγάλες προκλήσεις που αφορούν την επιστροφή σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Για τα δημοσιονομικά, η διαδικασία έγκρισης του ελληνικού προϋπολογισμού για το 2024 από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, που θα αρχίσει το φθινόπωρο, κρύβει αρκετές δυσκολίες και παγίδες, καθώς τον επόμενο χρόνο, όπως και αν εξελιχθεί η ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες θα ενεργοποιηθούν εκ νέου, ενώ η Ελλάδα καλείται να επιστρέψει σε μια διαχείριση με πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ, η οποία θα έχει μόνιμο χαρακτήρα και δεν θα εξαρτάται από συγκυριακή αύξηση των εσόδων και του ΑΕΠ από τον πληθωρισμό.
Όπως έχει εξηγήσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, η χώρα δεν έχει ξεφύγει από την απειλή που δημιουργεί το υψηλό χρέος. Η βιωσιμότητά του είναι εξασφαλισμένη ως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, αλλά τα ευνοϊκά μέτρα που έχουν συμφωνηθεί με την Ευρώπη λήγουν το 2032 και έως τότε είναι αναγκαίο να επιτυγχάνονται σταθερά πλεονάσματα άνω του 2% του ΑΕΠ, ώστε να πληρώνονται οι τόκοι του χρέους και αυτό να παραμένει σε τροχιά μείωσης.
Βέβαιο είναι ότι στις διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό η Κομισιόν θα απαιτήσει να εξαλειφθούν όλα τα μέτρα στήριξης που έχουν απομείνει, ενώ θα ζητηθεί από την κυβέρνηση μια «μετρημένη» διαχείριση στα έσοδα και τις δαπάνες, μέσα από την οποία θα εμπεδωθούν τα υψηλά πλεονάσματα όχι μόνο το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια.
Σε ό,τι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, ο χρόνος θα είναι ο μεγάλος αντίπαλος της κυβέρνησης, καθώς οι προθεσμίες για τα προαπαιτούμενα που έχουν συμφωνηθεί με την Κομισιόν είναι αυστηρές και το πρόγραμμα μπαίνει στην πιο δύσκολη φάση της διαχείρισής του, μετά τη γρήγορη εκκίνησή του.
Η Κομισιόν προειδοποίησε πρόσφατα τις ελληνικές αρχές ότι οι δυσκολίες μόλις τώρα αρχίζουν και υπάρχουν κίνδυνοι καθυστερήσεων. Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θυμίζει πολύ τα μνημόνια, καθώς περιλαμβάνει πλήθος έργων και μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα στον ορίζοντα λειτουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης. Για τα έργα που δεν θα έχουν ολοκληρωθεί, σε αντίθεση με τη γνωστή πρακτική των ΕΣΠΑ, όπου μεταφέρονται από τη μία προγραμματική περίοδο στην επόμενη, τα κονδύλια θα χάνονται.
Σε έκθεσή της η Κομισιόν σημειώνει ότι το πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αποτελείται από 68 μεταρρυθμίσεις και 106 επενδύσεις που υποστηρίζονται από 17,4 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. σε δάνεια (σε σταθερές τιμές 2018), ποσό που αντιπροσωπεύει το 14,5 % του ΑΕΠ το 2022.
Η εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας βρίσκεται μέχρι στιγμής σε καλό δρόμο, ωστόσο υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι στο μέλλον, οι οποίοι απαιτούν συνεχείς προσπάθειες. Το σχέδιο περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, οι οποίες, λόγω του μεγέθους τους, αντιπροσωπεύουν μεγάλο διοικητικό φόρτο. Η εφαρμογή του σχεδίου φθάνει σε μια φάση που θα βασίζεται στις περιφερειακές και τοπικές διοικήσεις, των οποίων η διοικητική ικανότητα και η ικανότητα εφαρμογής είναι γενικά ανεπαρκείς, τονίζει η Κομισιόν, ενώ η ολοκλήρωση ορισμένων μέτρων του σχεδίου απαιτεί μια σειρά προπαρασκευαστικών σταδίων, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων. Η εξασφάλιση έγκαιρης προόδου σε αυτά θα απαιτήσει συνεχή στενό συντονισμό και συνδρομή προς τους τοπικούς και περιφερειακούς φορείς υλοποίησης.