Οι παγκόσμιες αγορές έκαναν βουτιά στην πρώτη συνεδρίαση του 2016 και αυτό από μόνο του συνιστά κακό οιωνό για την πορεία των χρηματιστηριακών αγορών στο σύνολο του έτους. Αναλυτές και χρηματιστηριακοί παράγοντες εκτιμούν ότι η αρνητική έναρξη των πρώτων συνεδριάσεων του έτους θα δράσουν καταλυτικά και ενδέχεται να οδηγήσουν τις αγορές σε ένα εξίσου αρνητικό κλείσιμο στο τέλος του 2016. Αναλυτές της Royal Bank of Scotland προειδοποιούν ότι οι επενδυτές θα πρέπει να είναι αντιμέτωποι με μια δραματική χρονιά κατά την οποία οι μετοχές μπορεί να υποχωρήσουν μέχρι 20% ενώ τη τιμή του πετρελαίου μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 16 δολ. το βαρέλι.
Ασφαλώς, τα χρηματιστήρια δεν παίρνουν «γραμμή» από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης για το τι θα κάνουν στο υπόλοιπο του έτους. Όμως, σύμφωνα με τις στατιστικές αναλύσεις, υπάρχει μια συσχέτιση, αυτού που συμβαίνει στην πρώτη συνεδρίση του έτους και στην μετέπειτα πορεία.
Εξετάζοντας την ιστορία της αμερικανικής αγοράς διαπιστώνουμε ότι αν η πρώτη μέρα είναι θετική, τότε η πιθανότητα να κλείσει το ίδιο έτος θετικά είναι 74%. Αν η πρώτη μέρα είναι αρνητική, η πιθανότητα το έτος να κλείσει θετικά περιορίζεται δραστικά στο 51%.
Επίσης, η πρώτη συνεδρίαση συσχετίζεται με το ύψος της τελικής χρηματιστηριακής απόδοσης στο τέλος του έτος. Θετική πρώτη μέρα έχει δώσει ιστορικά άνοδο κατά 9,5% (κατά μέσο όρο). Η αρνητική πρώτη μέρα έχει δώσει μέση ιστορική απόδοση 4,2%. Σημειώνεται ότι συνολικά η μέση χρηματιστηριακή απόδοση είναι θετική.
Αυτές οι στατιστιεκές σχέσεις βέβαια συνδέουν μέσους όρους και σε καμιά περίπτωση η χθεσινή αρνητική συνεδρίαση δεν προδικάζει το αποτέλεσμα μέσα στο 2016. Για παράδειγμα, το 2014 ήταν μια εξαίρεση καθώς ο Dow υποχώρησε 0,8% την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης και στο τέλος του έτους, κατέγραψε κέρδη 8,4%. Όμως το 2008 ο Dow έπεσε 1,7% την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης και τελικά έχασε 32,7% μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου.
Γιατί η πρώτη συνεδρίαση φαίνεται να συσχετίζεται με την ετήσια πορεία;
Διότι η αγορά κινείται με τάσεις ή με άλλα λόγια δεν αντανακλά άμεσα την πληροφόρηση που υπάρχει ανά πάσα στιγμή στην αγορά. Τυχόν πτώση τις πρώτες μέρες του έτους επηρεάζει την υπόλοιπη πορεία υπό την έννοια ότι υπάρχουν αρνητικά συμβάντα τα οποία αποκαλύπτονται σταδιακά στα μάτια των επενδυτών. Ο Ιανουάριος φαίνεται να έχει μεγαλύτερη σημασία από άλλους μήνες διότι διαχειριστές και επενδυτές «σκανάρουν» με μεγαλύτερη ένταση τη διαθέσιμη πληροφόρηση.
Υπό αυτή την έννοια η αγορά ίσως έχει δώσει ένα τεχνικό σημάδι καθόδου, δηλαδή έχει αρχίσει ήδη μια περίοδος bear market.
Η άλλη όψη του νομίσματος
Ο κινεζικός πυρετός που προκάλεσε παγκόσμιο selloff, ενδέχεται να χειροτερεύσει ακόμα περισσότερο, και στην περίπτωση που όντως συμβεί αυτό, τότε οι επενδυτές θα πρέπει να στραφούν στην αγορά μετοχών, εκτιμά ο αναλυτής της Goldman Sachs, Christian Mueller-Glissmann.
Κατά τον αναλυτή, εάν οι μετοχές συνεχίσουν το πτωτικό τους σερί, τότε θα δημιουργηθούν αρκετές επενδυτικές ευκαιρίες. Μάλιστα, εκφράζει την προτίμησή του στις ευρωπαϊκές μετοχές, διότι είναι αρκετά φθηνότερες από τις αμερικανικές, ενώ την ίδια στιγμή, οι ευρωπαϊκές εταιρίες έχουν λαμπρές προοπτικές ανάπτυξης των κερδών.
Ο σύνθετος πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx Europe 600 είχε την χειρότερη επίδοση εδώ και τέσσερα χρόνια την εβδομάδα που μας πέρασε, ενώ τη Δευτέρα διεύρυνε ακόμα περισσότερο τις απώλειές του, στέλνοντας την αξία του σε 14,2 φορές τα εκτιμώμενα κέρδη, το χαμηλότερο επίπεδο από τον προηγούμενο Ιανουάριο.
Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξακολουθεί να παρέχει στήριξη στην οικονομία, και συνεχίζει να βοηθά τις ευρωπαϊκές εταιρίες που διαπραγματεύονται 8% φθηνότερα από τις αμερικανικές μετοχές.
Η Goldman Sachs προβλέπει ότι ο Stoxx 600 θα ενισχυθεί κατά 18% μέσα στους επερχόμενους 12 μήνες, εκτιμά δηλαδή ότι θα αυξηθεί περίπου κατά το διπλάσιο από τον δείκτη Standard & Poors 500.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τράπεζα είναι αρκετά αισιόδοξη όσον αφορά στις ευρωπαϊκές μετοχές. Συγκεκριμένα για τον Stoxx 600 προβλέπει ότι τα κέρδη του θα αυξηθούν κατά 8% μέσα στο έτος, σε σχέση με το 5,7% που προβλέπει ο Bloomberg.
Για το 2017 τα κέρδη αναμένεται να αυξηθούν κατά 10%.
Κατά τον αναλυτή, η κρίση μπορεί να ξεπεραστεί αποκλειστικά και μόνο με επενδύσεις στην οικονομία, και στις επιχειρήσεις που σχετίζονται με την υγείας και φυσικά με εκείνες που συνδέονται περισσότερο με την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, καθώς αυτές ίσως θα είναι περισσότερο προστατευμένες σε περίπτωση πτώσης στις τιμές των εμπορευμάτων.
Βυθίζεται το πετρέλαιο - Αντιμέτωπες με χρεοκοπία αμερικανικές πετρελαϊκές
Τρεις από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες το κόσμου, η Morgan Stanley, η Goldman Sachs και η Citigroup ανακοίνωσαν πως περιμένουν ότι το πετρέλαιο θα πέσει κάτω από το όριο των 30 δολαρίων ακόμα και στα 20 δολάρια το βαρέλι, λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, της ενίσχυσης του αμερικανικού δολαρίου, καθώς και το γεγονός ότι οι Αμερικανοί drillers αρνούνται πεισματικά να περιορίσουν την παραγωγή.
Υπενθυμίζεται ότι σύντομα αναμένεται να επιστρέψει στην παραγωγή του αργού και το Ιράν, το οποίο μάλιστα έχει δηλώσει ότι θα μπορούσε να εξάγει τουλάχιστον 500.000 βαρέλια πετρελαίου, μόλις αρθούν οι σε βάρος του κυρώσεις.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα περίπου το ένα τρίτο των Αμερικανών πετρελαιάδων να κινδυνεύουν με χρεοκοπία από τα μέσα του 2017.
Περισσότερες από 30 μικρές επιχειρήσεις με χρέος μεγαλύτερο από 13 δισ. δολάρια έχουν ήδη καταθέσει αίτηση πτώχευσης.
Η μόνη πιθανότητα επιβίωσης για κάποιους από αυτούς θα ήταν εάν το δολάριο ανέκαμπτε και διαμορφωνόταν τουλάχιστον στα 50 δολάρια το βαρέλι, κάτι το οποίο οι αναλυτές εκτιμούν πως είναι μάλλον απίθανο να συμβεί.
Το αμερικανικό πετρέλαιο κινείται αυτήν την ώρα στις ηλεκτρονικές συναλλαγές κατά 2,14% ανοδικά, στα 31,09 δολάρια το βαρέλι.
Το αργό πετρέλαιο Brent ενισχύεται κατά 1,65% στα 31,46 δολάρια το βαρέλι.