Τη συμφωνία ΔΝΤ - Γερμανίας να μεταθέσουν στα τέλη του επόμενου χρόνου τη λύση για το ελληνικό χρέος, κατά τρόπο που θέτει σε αμφισβήτηση την προσπάθεια επιστροφής της χώρας στις αγορές και εκ των πραγμάτων δημιουργεί κίνδυνο να χρειασθεί ένα νέο μνημόνιο μετά τη λήξη του παρόντος προγράμματος, επιβεβαιώνει η Κριστίν Λαγκάρντ.
Τη νέα διευθέτηση, που εξυπηρετεί τους δανειστές στις όχθες του Ατλαντικού, αλλά γίνεται σε βάρος των συμφερόντων της Ελλάδας, προαναγγέλλει η διευθύντρια του Ταμείου, με δηλώσεις στη σημερινή έκδοση της γερμανικής οικονομικής εφημερίδας “Handelsblatt”.
Το Ταμείο, σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ, δηλώνει ετοιμότητα να παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά χωρίς να εκταμιεύει δόσεις νέου δανείου, μέχρι να ξεκαθαρισθεί, στα τέλη του 2018, ποιες ρυθμίσεις ελάφρυνσης του χρέους θα εγκρίνουν οι Ευρωπαίοι, ώστε να είναι δυνατή η κατάρτιση μιας νέας μελέτης από το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους.
«Μπορεί, λοιπόν, να υπάρξει ένα πρόγραμμα, στο οποίο η εκταμίευση κεφαλαίων θα λάβει χώρα όταν τα μέτρα για το χρέος θα έχουν με σαφήνεια περιγραφεί από τους πιστωτές», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Λαγκάρντ. «Αυτή είναι μια δυνατότητα για να φθάσουμε σε συμφωνία», προσθέτει.
Οι δηλώσεις της διευθύντριας του Ταμείου δεν προκαλούν έκπληξη. Ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τομέα, Πόουλ Τόμσεν, όταν είχε πέσει στο τραπέζι του τελευταίου Eurogroup η πρόταση για ένα πρόγραμμα του Ταμείου χωρίς εκταμιεύσεις, είχε πει, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που αποκαλύφθηκαν, ότι αυτό είναι συνεπές με τον κανονισμό του Ταμείου και έχει συμβεί σε άλλες περιπτώσεις.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, στην ίδια συνεδρίαση, είχε χαρακτηρίσει αυτή την πρόταση ως «χειρότερη δυνατή λύση», επειδή η Ελλάδα θα εφάρμοζε τις «πικρές» συνταγές του Ταμείου, χωρίς όμως να έχει τα οφέλη από μια διευθέτηση του χρέους και μια θετική ανάλυση του Ταμείου για τη βιωσιμότητά του, που θα αποτελούσε «διαβατήριο» εξόδου στις αγορές και θα επέτρεπε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγκρίνει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Παρότι ήταν εν πολλοίς αναμενόμενο να συμβιβασθεί τελικά το ΔΝΤ με τους Ευρωπαίους κατά τρόπο δυσάρεστο για την Ελλάδα, οι δηλώσεις Λαγκάρντ δεν παύουν να εκπλήσσουν με άσχημο τρόπο την Αθήνα, καθώς δημοσιεύονται δέκα ολόκληρες ημέρες πριν την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup και σηματοδοτούν την απόφαση του Ταμείου να εγκαταλείψει την προσπάθεια να πιέσει, την ύστατη ώρα, τους Ευρωπαίους για την «καθαρή» λύση, που θέλει η ελληνική πλευρά.
Ουσιαστικά, η δήλωση Λαγκάρντ σηματοδοτεί το κλείσιμο αυτού του κύκλου διαπραγματεύσεων και αφήνει στον Ευκλείδη Τσακαλώτο ελάχιστα περιθώρια να αποφύγει στις 15 Ιουνίου μια «λύση» που θα επέτρεπε μόνο την εκταμίευση της επόμενης δόσης, αλλά θα άφηνε για το τέλος του προγράμματος τη θετική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους από το ΔΝΤ, εγείροντας σοβαρές αμφιβολίες για το αν η Ελλάδα θα μπορέσει τελικά να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές μετά το τέλος του παρόντος προγράμματος, ή αν θα χρειασθεί ένα νέο πρόγραμμα υποστήριξης, που θα συνοδευθεί και από νέες δεσμεύσεις για την οικονομική πολιτική.
Το δίλημμα της Αθήνας
Μετά τη δήλωση Λαγκάρντ, το... παροιμιακό μπαλάκι βρίσκεται και πάλι στο τερέν της ελληνικής κυβέρνησης, που καλείται να αποφασίσει αν θα αποδεχθεί την ατελή λύση στις 15 Ιουνίου, ή αν θα την απορρίψει, μεταθέτοντας τη συζήτηση στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο της Συνόδου Κορυφής, στις 22 Μαΐου.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε απορρίψει την πρόταση στο Eurogroup, λέγοντας ότι «έχει πολλά στοιχεία που μπορούν να λειτουργήσουν υπέρ της ελληνικής οικονομίας και της βιωσιμότητας του χρέους, αλλά αν ένας από τους Θεσμούς λέει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο σε αυτή τη βάση, τότε οι αγορές δεν θα έχουν την καθαρότητα που χρειάζονται. Συνεπώς, ας πάρουμε λίγο περισσότερο χρόνο. (...) Χρειαζόμαστε αυτό το χρόνο για να συμφιλιωθούμε με αυτό που βρίσκεται στο τραπέζι και να εργασθούμε για να το βελτιώσουμε. Αν το προσυπέγραφα τώρα, θα είχαμε μεγάλη πολιτική κρίση στην Ελλάδα και αν πρόκειται αυτό να συμβεί τότε χρειάζομαι περισσότερο χρόνο για να το σκεφθώ».
Τις τελευταίες ημέρες, η γραμμή της κυβέρνησης έχει... σταθεροποιηθεί, με τη μόνιμη έκφραση της απαίτησης για μια λύση που θα οδηγεί τη χώρα στις αγορές. «Είναι αναγκαία μια συμφωνία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα είναι αρκετά σαφής και καθαρή ώστε το σύνολο των θεσμών που συμμετέχουν στο ελληνικό πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων του ΔΝΤ αλλά και ιδίως της ΕΚΤ, να έχουν τη δυνατότητα να χαρακτηρίσουν το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Αυτό είναι και το βασικό κριτήριο που θέτουμε και θεωρούμε ότι μέσα από τις τεχνικές αλλά και τις πολιτικές διαβουλεύσεις κάτι τέτοιο μπορεί να καταστεί εφικτό», δήλωσε (στην «Αυγή της Κυριακής») ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δ. Τζανακόπουλος.
Πάντως, σε ερώτηση για το αν η κυβέρνηση θα φέρει τη διαπραγμάτευση στη Σύνοδο Κορυφής, αν δεν βρεθεί λύση από το Eurogroup, ο κ. Τζανακόπουλος προτίμησε να μην απαντήσει ευθέως, σημειώνοντας μόνο ότι «δεν θα αποδεχτούμε οποιαδήποτε πρόταση που δεν θα δίνει οριστική λύση και δεν θα εγγυάται την έξοδο της Ελλάδας με βιώσιμους όρους στις αγορές».