Οικονομία

Οι ανατιμήσεις στον κλάδο τροφίμων στην Ελλάδα: αισχροκέρδεια και τρόποι αντιμετώπισης


Οι ανατιμήσεις στην ελληνική οικονομία αποτελούν ένα διαρθρωτικό πρόβλημα που επηρεάζει πολλούς τομείς της οικονομίας, ιδιαίτερα τα είδη ανελαστικής ζήτησης -όπως για παράδειγμα εκείνα που εντάσσονται στον κλάδο των τροφίμων.

Μετά το 2021, εξαιτίας τόσο της πανδημίας όσο και του εξελισσόμενου πολέμου στην Ουκρανία, παρατηρήθηκε διεθνώς αύξηση των τιμών σε πολλά προϊόντα, δημιουργώντας οικονομική ανασφάλεια για τους καταναλωτές. Το ζήτημα που προκύπτει όμως στην ελληνική περίπτωση είναι, το κατά πόσο το φαινόμενο των ανατιμήσεων και του υψηλού πληθωρισμού στη χώρα, έγκειται μονάχα σε εξωγενείς παράγοντες, ή και σε φαινόμενα αισχροκερδείας που παρατηρήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια.

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα μετά το 2021 εμφανίζεται ιδιαίτερα ορατός στις τιμές των τροφίμων. Ένας από τους κύριους παράγοντες είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής και διανομής του. Παράγοντες όπως η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα, οι αυξημένες τιμές στην ενέργεια, καθώς και οι υψηλότερες τιμές πρώτων υλών έχουν επηρεάσει αρνητικά την οικονομική ισορροπία των επιχειρήσεων και έχουν οδηγήσει σε ανατίμηση των τροφίμων.

Ωστόσο, η αυξημένη τιμή των τροφίμων δεν εξηγεί πλήρως την έντονη ανατίμηση που παρατηρείται. Πράγματι, υφίσταται ένα τμήμα των ανατιμήσεων λόγω εξωγενών παραγόντων, όμως η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή -σε αρνητική αναλογία επιπέδου μισθών και τιμών στην ΕΕ. Το ζήτημα της αισχροκερδείας επομένως, έχει αναδειχθεί ως ένα σημαντικό πρόβλημα που εντείνει τις ανισότητες. Πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ένα ευρύ φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας, αυξάνουν αδικαιολόγητα τις τιμές των προϊόντων τους -εκμεταλλευόμενοι τη ζήτηση, προκαλώντας ανασφάλεια στους καταναλωτές. Βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός τον Αύγουστο του 2023 ανήλθε στο 2,7% (ετήσια μεταβολή Αύγουστος 2022 – Αύγουστος 2023), ωστόσο στα είδη διατροφής το επίπεδο τιμών ενισχύθηκε με πολύ υψηλότερο ρυθμό  (10,7% τον Αύγουστο του 2023).

Χαρακτηριστικό είναι πως λόγω της ανελαστικότητας που έχουν τα είδη διατροφής, η ποσοστιαία δαπάνη σε τρόφιμα αυξάνεται όλο ένα και περισσότερο στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά σε σχέση με τα πιο εύπορα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα είδη διατροφής αποτελούν βασική ανάγκη για την επιβίωση των ανθρώπων. Επιπλέον, η ζήτηση για τρόφιμα είναι συνεχής και σταθερή. Το παραπάνω αποτυπώνεται και στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, καθώς παρόλο που διάφορες άλλες οικογενειακές δαπάνες μειώνονται, τα έξοδα για αγορές τροφίμων  αυξάνονται για το μέσο νοικοκυριό, με τη συγκεκριμένη μεταβολή σε ποσόστωση κόστους, να αποδεικνύει  πως παρά τη -μερική- υποχώρηση του πληθωρισμού σε άλλες κατηγορίες, στα τρόφιμα αυξάνεται διαρκώς.

Προς επίλυση αυτού του προβλήματος, πρέπει να γίνουν προσπάθειες από τους εμπλεκόμενους φορείς. Οι κυβερνητικές αρχές πρέπει να λάβουν μέτρα για την προστασία των καταναλωτών και την αντιμετώπιση της αισχροκερδείας. Ένας τρόπος είναι η ενίσχυση των αρχών ελέγχου και επιθεώρησης για να προλαμβάνουν και να τιμωρούν τις παραβάσεις στην τιμολόγηση.

Μια σημαντική πολιτική και στρατηγική επιλογή, οφείλει να είναι η φορολογική πολιτική, ιδίως σε μια εποχή που διεθνώς χαρακτηρίζεται από «greedflation», δηλαδή από πληθωρισμό κερδών, καθώς, σε αντίθεση με φαινόμενα άλλων δεκαετιών, η συμβολή των μισθών στο πληθωριστικό φαινόμενο σήμερα είναι αμελητέα. Μια προοδευτική φορολογική πολιτική μπορεί να περιλαμβάνει αύξηση των φόρων επί των υπερκερδών των επιχειρήσεων στον τομέα τροφίμων. Βεβαίως, φορολόγηση επί των υπερκερδών θα έπρεπε να γίνει και σε άλλους κλάδους όπως για παράδειγμα στα υπερκέρδη της ενέργειας -ώστε να διαθέτει το κράτος ακόμη περισσότερους οικονομικούς πόρους, κι έτσι να είναι σε θέση να παρέχει περαιτέρω οικονομική στήριξη στους πιο ευάλωτους.

Επιπλέον, μια προοδευτική φορολογική πολιτική μπορεί να περιλαμβάνει φορολογικά κίνητρα για την προώθηση της παραγωγής και κατανάλωσης εναλλακτικών πηγών τροφίμων, όπως των οργανικών προϊόντων ή των τοπικών προϊόντων. Για να καταστεί αυτό δυνατόν βέβαια θα πρέπει να θεσπιστεί μια τιμή μικρότερη από αυτές που ισχύει τώρα καθώς μερικές φορές τα εν λόγω προϊόντα είναι ακριβότερα. Επομένως, το κράτος μπορεί να ενισχύσει την προσφορά αυτών των τροφίμων και να μειώσει την εξάρτηση από τα τρόφιμα που υπόκεινται σε αυξημένες τιμές, με την προϋπόθεση φυσικά πως οι τιμές τους θα παραμένουν προσιτές στο μέσο νοικοκυριό.

Μια ακόμα σημαντική παράμετρος είναι η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, του έμμεσου δηλαδή φόρου που πλήττει περισσότερο τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Το ζήτημα φυσικά της μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα είναι πολυπαραγοντικό, καθώς δεν σημαίνει πως με την μείωσή του θα μειωθούν και οι τιμές αυτόματα. Απαιτείται επομένως μια συνδυαστική δέσμη μέτρων, ρυθμιστικών και ελεγκτικών,  ώστε μια ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ να μειώσει τις τιμές χωρίς να ελλοχεύουν επιπλέον συνθήκες αισχροκέρδειας.

Ενδεχομένως μια σοβαρή πολιτική θα ήταν να μειωθεί ο ΦΠΑ στα βασικά τρόφιμα ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι πιο ευάλωτοι καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε βασικά τρόφιμα, τα οποία τους είναι αναγκαία για την επιβίωσή τους.
Παράλληλα, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε την αύξηση του ΦΠΑ σε ορισμένα προϊόντα τα οποία έχουν ελαστικότητα -πχ στα αγαθά πολυτελείας, και άρα να εισπραχθούν επιπλέον έμμεσοι φόροι  από αγορές οι οποίες δεν αφορούν τα χαμηλά οικονομικά στρώματα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε το κράτος να μετριάσει την φορολόγηση στα πιο χαμηλά εισοδήματα, και συνάμα να εισπράξει έσοδα από αγορές οι οποίες είναι ιδιαίτερα δαπανηρές και οι οποίες δεν αφορούν το μέσο νοικοκυριό.

Τέλος, το κράτος είναι αδήριτη ανάγκη να παρέμβει δραστικά στην ανώτατη τιμή ορισμένων πολύ βασικών κατηγοριών τροφίμων. Η θέσπιση πλαφόν απαιτεί βέβαια αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο για την εφαρμογή του. Το κράτος θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι τιμές τηρούνται, και να αντιμετωπίζει την πιθανή παράνομη δραστηριότητα, όπως η συναλλαγή σε «μαύρη» αγορά. Το εν λόγω μέτρο φυσικά δεν δύναται να είναι μόνιμο, αλλά προσωρινού χαρακτήρα, καθώς η μονιμοποίησή του θα προκαλούσε στρεβλώσεις στην αγορά. Η προσωρινή εφαρμογή του όμως, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν ήδη, θα μπορούσε να επιδράει ευεργετικά στην προστασία της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.

* Γιάννης Κεμαχλής, Υποψήφιος Δρ. Οικονομικής Κοινωνιολογίας ΕΚΠΑ, επιστημονικός συνεργάτης στο ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ –

Άρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

Διαβαστε επισης