Πολιτική

Οι «αξιολογητές»...και ο ρόλος τους στην παγκόσμια αγορά


O Paul Krugman δεν έχει διστάσει να δηλώσει ότι «Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς κάποιον με λιγότερα προσόντα για να κρίνει την Αμερική, από όσο οι οργανισμοί αξιολόγησης».

Η αλήθεια είναι ότι όλοι φωνάζουν και διαμαρτύρονται,  καθώς σε όλες τις σύγχρονες μεγάλες κρίσεις χρέους οι Οίκοι Αξιολόγησης εμφανίζονται «όταν έχει τελειώσει το πάρτι», στο οποίο όμως είχαν «προσκαλέσει φίλους και γνωστούς, οι οποίοι μάλιστα πλήρωσαν και εισιτήριο». Το παράξενο της ιστορίας είναι, ότι ύστερα από κάθε κρίση χρέους που δεν πρόβλεψαν την έκρηξή της, αλλά συνέβαλαν σημαντικά στην μεγέθυνσή της όταν αυτή ξέσπασε, η Standard&Poor’s, η Moody's Investors Service και η Fitch Ratings, εμφανίζονται πιο ενισχυμένες, πιο αξιόπιστες και πιο ισχυρές στα μάτια των επενδυτών, αλλά και των κρατών. Τελικά πώς κατάφεραν αυτοί οι τρεις να βρίσκονται στο απυρόβλητο;

Οι τρείς «σωματοφύλακες» άρχισαν να ισχυροποιούνται το 1975. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ θεσμοθέτησε τον Εθνικά Αναγνωρισμένο Οργανισμό Στατιστικής Αξιολόγησης (ΝRSRO). Η Fitch, η Standard&Poor's και η Moody's, ήταν ανάμεσα στους Οίκους στους οποίους δόθηκε αυτός ο περιζήτητος χαρακτηρισμός.

Στην ουσία, όποιος πουλούσε χρεόγραφα έπρεπε να πάρει αξιολόγηση από ένα από αυτά τα ειδικά γραφεία. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναγνώρισε επτά γραφεία, τα οποία όμως μειώθηκαν μέσω συγχωνεύσεων στις τρείς γνωστές εταιρείες, αν και στη συνέχεια η Επιτροπή απένειμε αυτόν τον χαρακτηρισμό και σε μερικές λιγότερο γνωστές επιχειρήσεις.

Σιγά - σιγά οι επιχειρήσεις αξιολόγησης άλλαξαν ριζικά. Τα πρώτα χρόνια, έβγαζαν το ψωμί τους από τους επενδυτές, οι οποίοι πλήρωναν, προκειμένου να αποκτήσουν μια αποτίμηση επενδύσεων που σχεδίαζαν. Με τον καιρό, το εν λόγω εισοδηματικό μοντέλο τροποποιήθηκε, καθώς ορισμένοι επενδυτές άρχισαν να φωτοτυπούν τα εγχειρίδια αξιολόγησης και τα διένειμαν. Για να λύσουν αυτό το πρόβλημα, οι Οίκοι Αξιολόγησης υιοθέτησαν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο: άρχισαν να πωλούν τις υπηρεσίες τους σε εκδότες ομολογιακών δανείων, αντί για τους επενδυτές.

Ταυτόχρονα, οι μεταρρυθμίσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υποχρέωσαν όσους ήθελαν να εκδώσουν ομολογιακό δάνειο να διαθέτουν και μια «έκθεση αξιολόγησης». Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η μετάβαση στο νέο περιβάλλον είχε ολοκληρωθεί: οι νέοι πελάτες των Οίκων Αξιολόγησης ήταν τώρα οι εκδότες των ομολογιακών δανείων. Αυτή η διευθέτηση ωστόσο, δημιούργησε σημαντικό ασυμβίβαστο συμφερόντων. Οι τράπεζες που επιδίωκαν να εκδώσουν χρεόγραφα, μπορούσαν να επιλέγουν τους Οίκους που έδιναν την καλύτερη αξιολόγηση. Αν κάποιος Οίκος Αξιολόγησης έβαζε χαμηλή βαθμολογία σε κάποια έκδοση, κινδύνευε να χάσει δουλειές. Ολοένα και περισσότερο, οι Οίκοι Αξιολόγησης είχαν συμφέρον να δίνουν στους πελάτες αυτό που ήθελαν -οπότε όταν ένας πελάτης ήθελε αξιολόγηση ΑΑΑ, π.χ. για ένα ενυπόθηκο χρεόγραφο που αποτελείτο από στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να την πάρει. 

Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Οίκοι Αξιολόγησης άρχισαν να έχουν έσοδα και από άλλες, εξίσου προβληματικές πηγές. Πολλές τράπεζες που κατασκεύαζαν δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, πήγαιναν σε κάποιον Οίκο Αξιολόγησης και πλήρωναν για συμβουλές σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να σχεδιάσουν το εν λόγω προϊόν τους, προκειμένου να προσελκύσουν την καλύτερη δυνατή αξιολόγηση από τον ίδιο Οίκο τον οποίο θα πλήρωναν στη συνέχεια για την αξιολόγηση!

Η υπηρεσία αυτή χαρακτηρίζεται ως «συμβουλευτική». Αλλά η βαθμολογία των τριών, επηρεάζει και τα περίφημα ασφάλιστρα κινδύνου, καθώς διαφορετικά τιμολογείται ένα χρέος με βαθμολογία ΑΑΑ και αλλιώς ένα άλλο με χαμηλότερη βαθμολογία π.χ. Α (σ.σ.: εδώ χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα αξιολόγησης της Standard&Poor’s).

Αυτοί οι τρείς Οίκοι στην πραγματικότητα ελέγχουν, διαμορφώνουν και επηρεάζουν την παγκόσμια αγορά χρέους, όχι μόνο ως προς την αξιολόγηση των ομολόγων αλλά και –εμμέσως- ως προς την δυνατότητα πρόσβασης των ομολόγων σε συγκεκριμένες αγορές.  Ένα άλλο στοιχείο είναι η ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς τους. Η Standard&Poor’s, η Moody’s και η Fitch, κατείχαν πάνω από το 75% της αγοράς το 2007.  Αυτή η δεσπόζουσα θέση μπορεί να τους δώσει ακόμα μεγαλύτερη επιρροή και να κάνει ακόμα και τους Ευρωπαίους ηγέτες να εμφανίζονται ως «όμηροί» τους και ενδεχομένως να τους καθιστούν ευάλωτους, ακόμα και σε μείζονος σημασίας διπλωματικά θέματα.

Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στον τρόπο που δραστηριοποιούνται οι οργανισμοί αξιολόγησης, δεν μπορεί να περιοριστεί σε μονομερείς αποφάσεις, καθώς οι εταιρείες αυτές αποτελούν αναπόσπαστο και θεσμοποιημένο «τμήμα» της παγκόσμιας αγοράς χρέους. Για παράδειγμα, μια μονομερής παρέμβαση από την πλευρά της ΕΕ μπορεί να πέσει στο κενό, αν δεν συνοδεύεται από μία παράλληλη αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της αγοράς χρέους των ΗΠΑ. Το παράδειγμα αυτό μπορεί να προσαρμοστεί σε πολλές εκδοχές, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν από τις χώρες του G20 μέχρι τις κορυφαίες επενδυτικές τράπεζες και επενδυτικούς οργανισμούς. Και φυσικά, το ερώτημα είναι ποιούς βολεύει και σε ποιούς δημιουργεί προβλήματα μια τέτοια αλλαγή.

Αν μελετήσει κανείς με προσοχή το υπόδειγμα της Αργεντινής κατά την κρίση του 2002, θα ανακαλύψει ότι ρόλος της Moody's αρχικά και στη συνέχεια των S&P και Fitch συνέβαλλαν σημαντικά στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Συγκεκριμένα η Moody's αρχικά και οι άλλες δύο στη συνέχεια, ανακοίνωσαν ότι θεωρούν τις τράπεζες της Αργεντινής σε κατάσταση χρεωκοπίας. Αυτό σήμαινε ζημιές 54 δισ. ευρώ, ποσό τριπλάσιο σε σχέση με το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών της χώρας. Η κίνηση αυτή επηρέασε, όπως είναι φυσικό και τις ξένες τράπεζες, όπως την Santander (ζημιές 1,29 δισ. ευρώ) και την Banco Bilbao, ενώ η έκθεση των ιταλικών τραπεζών ήταν 11 δισ. ευρώ.

πηγή: premium.paratiritis