Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια ταλαιπωρήθηκε δανειολήπτης με ένα στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο και έφθασε πολύ κοντά στην απώλεια της κατοικίας του, για δικαιωθεί τελικά δύο φορές από τα δικαστήρια, που έκριναν ότι ήταν άκυρη η διαταγή πληρωμής, την οποία εξέδωσε σε βάρος του εταιρεία διαχείρισης δανείων (servicer).
Η σχετική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (2793/2024), με την οποία «έπεσε» η διαταγή πληρωμής του servicer, είναι ενδεικτική, όπως επισημαίνουν νομικοί, των αξεπέραστων δυσκολιών που αντιμετωπίζουν εδώ και πολλά χρόνια όσοι πήραν δάνεια σε ελβετικό φράγκο πριν το 2009 και βρέθηκαν αντιμέτωποι με την κατάρρευση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του ελβετικού, η οποία τους «φόρτωσε» με τεράστια βάρη στο κεφάλαιο των δανείων, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι δανειολήπτες, όσο καλές προθέσεις και αν είχαν, να βρεθούν σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους και σε κίνδυνο απώλειας των ακινήτων τους.
Το πρόβλημα με τις συναλλαγματικές διαφορές έγινε χειρότερο λόγω της πρακτικής που ακολούθησαν αρχικά οι τράπεζες και, στη συνέχεια, τα funds και οι servicers, στους οποίους πέρασαν τα «κόκκινα» δάνεια ελβετικού φράγκου. Όπως φαίνεται και από την απόφαση του Εφετείου, η τράπεζα ουδέποτε επιχείρησε να δώσει βιώσιμη λύση στο πρόβλημα του δανειολήπτη, με κάποιο «κούρεμα» των επιβαρύνσεων από συναλλαγματικές διαφορές και μετατροπή του δανείου σε ευρώ για να καταστεί δυνατή η εξυπηρέτησή του, λύση που εξετάζεται σήμερα από τις τράπεζες και την κυβέρνηση, ώστε να βγουν από το αδιέξοδο δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες.
Επιπλέον, όμως, από την απόφαση του Εφετείου φαίνεται καθαρά και η προχειρότητα με την οποία ενεργούν οι servicers, στην προσπάθειά τους να βγάλουν γρήγορα ακίνητα «στο σφυρί», παραγνωρίζοντας, σε πολλές περιπτώσεις, τη νόμιμη διαδικασία που οφείλουν να ακολουθούν για να στρέφονται κατά των δανειοληπτών με διαταγές πληρωμής. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, που δεν είναι μοναδική, όπως λένε νομικοί, ο servicer εξέδωσε διαταγή πληρωμής χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη, σύμφωνα μεν Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προηγούμενη καταγγελία του δανείου.
Έτσι, όταν ο δανειολήπτης υπέβαλε ανακοπή για να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής δικαιώθηκε τόσο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και από το Εφετείο, με αποτέλεσμα να σταματήσει η διαδικασία κατάσχεσης και πλειστηριασμού της κατοικίας του. Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, ότι η δικαίωσή του είναι οριστική και απαλλάσσεται από το βάρος του δανείου, αφού ο servicer μπορεί να επανέλθει ζητώντας εκ νέου την έκδοση διαταγής πληρωμής. Σίγουρα, όμως, ο χρόνος που κέρδισε ο δανειολήπτης λειτουργεί υπέρ του, αφού είναι πιθανό να διαπραγματευθεί μια καλύτερη ρύθμιση, καθώς μάλιστα επίκειται και η ανάληψη σχετικής πρωτοβουλίας από τις τράπεζες και την κυβέρνηση.
Ταλαιπωρία από το 2007...
Η περιπέτεια του δανειολήπτη άρχισε το καλοκαίρι του 2007, δηλαδή την εποχή όπου οι τράπεζες προωθούσαν συστηματικά δάνεια ελβετικού φράγκου, προβάλλοντας στους πελάτες τους το πλεονέκτημα που θα εξασφάλιζαν από τα χαμηλά επιτόκια του ελβετικού, χωρίς όμως, όπως έχει αποδειχθεί, να τους ενημερώνουν σοβαρά και για τον κίνδυνο που αναλάμβαναν σε περίπτωση δυσμενούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας, έναν κίνδυνο που έγινε πραγματικότητα λίγο αργότερα, όταν η διεθνής κρίση οδήγησε σε κατάρρευση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου.
Το αρχικό στεγαστικό δάνειο ήταν ύψους περίπου 189.000 ελβετικών φράγκων και δόθηκε για μια τυπική, εκείνα τα χρόνια, πράξη αναχρηματοδότησης ενός δανείου σε ευρώ με υψηλότερο επιτόκιο. Είχε αρχική διάρκεια 30 ετών (360 μήνες), ενώ στη συνέχεια η δανειακή σύμβαση τροποποιήθηκε πολλές φορές. Αρχικά για να προστεθούν κάποια έξοδα προσημείωσης και, στη συνέχεια, για να γίνεται κάθε φορά αναγνώριση του άληκτου κεφαλαίου από τον δανειολήπτη, καθώς και των ληξιπρόθεσμων οφειλών που άρχισαν να προκύπτουν. Τέτοιες τροποποιήσεις της σύμβασης έγιναν τέσσερις φορές μεταξύ 2010 και 2015.
Το 2015, παρότι ο δανειολήπτης έκανε κάποιες κάποιες καταβολές τα προηγούμενα χρόνια, η συνολική του οφειλή είχε «φουσκώσει» σε ποσό άνω των 195.000 ευρώ. Τότε, η τράπεζα, αντί να αναζητήσει κάποια βιώσιμη λύση με μακροχρόνια διάρκεια, συμφώνησε με τον δανειολήπτη για 24 μήνες να πληρώνει μόνο τόκους, προφανώς με την προσδοκία ότι θα άλλαζαν ευνοϊκά οι ισοτιμίες στην αγορά συναλλάγματος και θα ήταν ευκολότερη μια ρύθμιση του δανείου.
Αυτή η προσδοκία, όπως γνωρίζουν οι δανειολήπτες ελβετικού φράγκου, δεν επιβεβαιώθηκε, με αποτέλεσμα τελικά το δάνειο, χωρίς να έχει καταγγελθεί, να τιτλοποιηθεί, προφανώς στο πλαίσιο του σχεδίου Ηρακλής, και να βρεθεί υπό τη διαχείριση μεγάλου servicer.
Σε αυτό το σημείο, η τύχη χαμογέλασε στον δανειολήπτη, καθώς, όπως αναγνώρισαν τα δικαστήρια, δεν προσκομίσθηκε για την έκδοση διαταγής πληρωμής έγγραφο που να αποδεικνύει την καταγγελία της δανειακής σύμβασης από την τράπεζα και σχετική απόδειξη ότι η καταγγελία επιδόθηκε στον δανειολήπτη και τον εγγυητή.
Το Εφετείο, μάλιστα, αναγνώρισε ότι το εξώδικο που έστειλε η τράπεζα στον δανειολήπτη και τον εγγυητή, με το οποίο τους ενημέρωσε ότι έκλεισε ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου, δεν αποτελεί το έγγραφο καταγγελίας που απαιτεί ο νόμος, γεγονός που οδήγησε το δικαστήριο στην ακύρωση της διαταγής πληρωμής και στην επιβολή στον servicer της υποχρέωσης να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του δανειολήπτη.