Το κυβερνών κόμμα PiS παίζει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αμφισβητώντας αρμοδιότητες και προκαλεί αντιγερμανικά ανακλαστικά. Η ΕΕ εμφανίζεται ως αναγκαίο κακό. Η Πολωνία οδηγείται στο περιθώριο.
«Με τον Αλέξη Τσίπρα βρήκαμε ένα modus vivendi, άρα, θα μπορέσουμε να συνυπάρξουμε και με την Πολωνία υπό τον Κατσίνσκι». Αυτήν την απάντηση έδιναν διπλωμάτες το 2015 μετά τη νίκη του κόμματος του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι «Νόμος και Δικαιοσύνη» PiS. Αν και πολλοί δεν διατηρούσαν και ιδιαίτερα ευχάριστες αναμνήσεις από τότε που ήταν πρωθυπουργός ανάμεσα στο 2006 και 2007, κράτησαν την ψυχραιμία τους όταν έγινε κυβερνητικό κόμμα. Ο Κατσίνσκι άφησε το πρωθυπουργικό αξίωμα στη Μπεάτα Σίντλο. Όμως πολύ γρήγορα έγινε σαφές ότι ήταν αυτός στο παρασκήνιο, που έπαιρνε τις αποφάσεις ή ακόμη τις επηρέαζε.
Αντιγερμανικά ανακλαστικά
Πολλοί παρατηρητές στην αρχή εκτιμούσαν ότι οι εντάσεις ανάμεσα στο κόμμα και την ΕΕ αποτελούσαν μια προσπάθεια του Κατσίνσκι να κερδίσει το σεβασμό στην εσωτερική πολιτική κρατώντας σκληρή στάση απέναντι στις Βρυξέλλες. Όμως τα προβλήματα πολύ γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Τον Ιανουάριο του 2016 η Κομισιόν αντέδρασε στην πρώτη μεταρρύθμιση στον τομέα δικαιοσύνης ανοίγοντας τη λεγόμενη διαδικασία «Διάλογος για το κράτος δικαίου». Αυτό οδήγησε σε αλλαγή διάθεσης κατά των ευρωπαϊκών θεσμών. Μέχρι στιγμής όλες οι προσπάθειες της ΕΕ να προστατεύσει το κράτος δικαίου στην Πολωνία απεδείχθησαν άνευρες, επειδή στις Ευρωπαϊκές Συμφωνίες δεν προβλέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις η επιβολή πραγματικών κυρώσεων. Έτσι ως απάντηση στην κριτική από τις Βρυξέλλες άρχισε η Βαρσοβία να θέτει υπό αμφισβήτηση ορισμένες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για παράδειγμα, συνεχίστηκε η κοπή ξύλων από το προστατευόμενο δάσος Μπιαλοβίτσα, ακόμη κι ένα χρόνο μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που όριζε άμεση απαγόρευση, μια πρεμιέρα απείθειας στην ιστορία της ΕΕ. Αργότερα η Βαρσοβία υιοθέτησε πιο συμφιλιωτική συμπεριφορά, αλλά η υπόθεση δεν έχει λυθεί.
Επικριτές της πολωνικής κυβέρνησης της καταλογίζουν ότι προκαλεί αντιγερμανικά αντανακλαστικά, αν και οι δύο χώρες από καιρό διατηρούν στενές σχέσεις και από το 1990 η Γερμανία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της πολωνικής εξωτερική πολιτικής. Το Βερολίνο εξ άλλου ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της ένταξης της Πολωνίας στην ΕΕ. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες έφτασαν στο πιο έντονο σημείο με την επανεκλογή του Ντόναλντ Τουσκ στο αξίωμα του Προέδρου του Συμβουλίου της ΕΕ, ο οποίος είχε διατελέσει και πρωθυπουργός της χώρας. Ξαφνικά το PiS τον αποκάλεσε επιδεικτικά «γερμανό υποψήφιο» και αντί να το υποστηρίξει, τάχθηκε τον περασμένο Μάρτιο κατά της νέας υποψηφιότητάς του. Ορισμένοι πολωνοί πολιτικοί μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι το αποτέλεσμα ήταν 27 υπέρ και 1 κατά, επειδή η καγκελάριος Μέρκελ άσκησε πιέσεις σε άλλους πρωθυπουργούς προκειμένου να υποστηρίξει τον εκλεκτό της.
Σε φαύλο κύκλο η Πολωνία
Η στάση αμφισβήτησης των ευρωπαϊκών θεσμών και η αποστασιοποίηση από τη Γερμανία χρησιμοποιείται από το κυβερνητικό κόμμα ως μέσο για την επανάκτηση της πολωνικής κυριαρχίας. Από την αρχή η πολωνική κυβέρνηση αποφάσισε να αντικαταστήσει το Βερολίνο με το Λονδίνο και το είπε δυνατά λίγο πριν το δημοψήφισμα για το Brexit. Η άλλη της κίνηση ήταν η εντατικοποίηση των σχέσεών της με τον ομάδα κρατών του Βίζεγκραντ. Οι συζητήσεις για τους πρόσφυγες και την μετεγκατάστασή τους άφησε την εντύπωση στη χώρα ότι η ΕΕ θέλει να επιβάλει την πολυπολιτισμικότητα, που υπαγορεύεται από το Βερολίνο. Πολλοί πολιτικοί συνδύασαν τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη δυτική Ευρώπη ως άμεση συνέπεια πολιτικών λαθών από το κατεστημένο των Βρυξελλών. Ο ίδιος ο Κατσίνσκι έπαιξε με μαεστρία πάνω στις αντιθέσεις Δύσης- Ανατολής, της «παλιάς Ευρώπης» που θέλει να δίνει μαθήματα και της νέας Ευρώπης, της οποίας η ένταξη στην ΕΕ έγινε από ιστορικό καθήκον και όχι για την υιοθέτηση αξιών, όπως η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η ανεκτικότητα.
Το 80% των Πολωνών τάσσεται υπέρ της ένταξης της χώρας στην ΕΕ, αλλά αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί μια επιφανειακή στάση. Πάνω από το 70% των Πολωνών δεν θέλει να ενταχθεί στην ευρωζώνη και μόνο το ήμισυ από τους ερωτηθέντες θα ψήφιζε υπέρ του ευρώ, εάν ήταν προϋπόθεση για να παραμείνει η χώρας στην ΕΕ. Η συμπάθεια για την Ευρώπη μειώνεται. Το PiS περιμένει προνόμια από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, όπως γενναιόδωρους πόρους από το ταμείο σύγκλισης χωρίς ως αντάλλαγμα επίδειξη αλληλεγγύης σε θέματα, όπως το προσφυγικό. Η χώρα βρίσκεται σε φαύλο κύκλο, η θέση της είναι εξασθενημένη μέσα στην ΕΕ, τα δίκαια αιτήματά της για μεταρρυθμίσεις των ευρωπαϊκών θεσμών κινδυνεύουν σε αποτυχία, γιατί η θέση της έχει αδυνατήσει. Αυτό δημιουργεί πιέσεις στην κυβέρνηση και τον λαό που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ιδέα για διενέργεια δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Η αντιπολίτευση προειδοποιεί ανοιχτά ότι η πολιτική του Κατσίνσκι οδηγεί προς την κατεύθυνση του Polexit. Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι η σταδιακή εξώθηση της Πολωνίας στα άκρα, μακριά από τον ευρωπαϊκό πυρήνα, στη δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη «ταχύτητα».
Πηγή: Deutsche Welle