Το 2019 αναμένεται ιδιαίτερα έντονο από πλευράς εξελίξεων για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά όργανά της, αφού εκτός από τις κομβικές Ευρωεκλογές της ερχόμενης άνοιξης επίκεινται αλλαγές προσώπων στις ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι ζυμώσεις για τις κούρσες διαδοχής έχουν αρχίσει εδώ και καιρό με την ονοματολογία να εντείνεται.
του Βαγγέλη Βιτζηλαίου*
Τα ονόματα των διεκδικητών, φυσικά, αντικατοπτρίζουν τους πολιτικοοικονομικούς συσχετισμούς στη Γηραιά Ήπειρο, ωστόσο οι νέοι επικεφαλής των οργάνων θα αποτυπώσουν το χαρακτήρα των μηνυμάτων που θα στείλει η Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια περίοδο με αρκετά και σύνθετα ανοιχτά μέτωπα.
Η «επιστροφή» της Κομισιόν
Το Βερολίνο, ζυγίζοντας τα οφέλη και τα κόστη της διεκδίκησης της ηγεσίας της ΕΚΤ από τον επικεφαλής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν αποφάσισε να εγκαταλείψει τη συγκεκριμένη στόχευση, εστιάζοντας στην τοποθέτηση Γερμανού στην προεδρία της Κομισιόν. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξάλλου, πλέον, με τον περιορισμό της χαλαρής νομισματικής πολιτικής και το τέλος του προγράμματος αγοράς ομολόγων βλέπει τον «πολιτικό» της ρόλο να έχει συγκεκριμένα όρια. Με καμία χώρα της Ευρωζώνης, πλέον, σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και την ιδέα ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου να έχει εξασθενήσει, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθεί να αποτελεί τον ισχυρότερο πολιτικά θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αρμοδιότητα για τον έλεγχο των προϋπολογισμών των κρατών-μελών.
Εν μέσω προκλήσεων όπως η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού, η διαμόρφωση του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (2021-2027) αλλά και η δοκιμαζόμενη σχέση σε οικονομικό/εμπορικό επίπεδο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο νέος επικεφαλής της Κομισιόν θα πρέπει να αναλάβει να διατηρήσει εύθραυστες ισορροπίες.
Η υποψηφιότητα Βέμπερ και οι συμβολισμοί των νέων προσώπων
Η διαφαινόμενη απόφαση της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ να μετριάσει τις πιέσεις που δέχεται από ακραία συντηρητικές φωνές και τον ακροδεξιό λαϊκισμό στη γερμανική και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αντίστοιχα, προκρίνοντας την παροχή χρίσματος για την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωκοινοβούλιο, Μάνφρεντ Βέμπερ. Το χρίσμα του ΕΛΚ είναι πολύ πιθανό να διεκδικήσει και ο Φινλανδός, πρώην υπουργός Οικονομικών της Φινλανδίας, Αλεξάντερ Στουμπ, ενώ την υποψηφιότητά του ανακοίνωσε για τους Σοσιαλδημοκράτες ο Σλοβάκος Αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Μάρος Σέφκοβιτς.
Με δεδομένη την πολιτική σημασία της Κομισιόν σε μια κομβική περίοδο για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η ανάδειξη του προερχόμενου από το βαυαρικό CSU, Βέμπερ στην προεδρία της Επιτροπής μπορεί να αποτελέσει πηγή σημαντικών πολιτικών, αν όχι υπαρξιακών, κινδύνων για την ΕΕ.
Μπορεί τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην αποτελούν προσωποκεντρικούς θεσμούς, ωστόσο τα πρόσωπα που ηγούνται δίνουν δείγμα των πολιτικών και της κατεύθυνσης που ακολουθούν, έστω και σε επικοινωνιακό επίπεδο. Το πρόσωπο του χριστιανοκοινωνιστή Μάνφρεντ Βέμπερ είναι συνδεδεμένο εν πολλοίς με τις πολιτικές που διάβρωσαν την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών στην Ευρώπη και προκάλεσαν, ουσιαστικά, την άνοδο του ακροδεξιού λαϊκισμού και των πολιτικών δυνάμεων που τον εκφράζουν. Ο συντηρητικός πολιτικός δεν αποτελεί πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής, τασσόμενος υπέρ της σιδηράς δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας, σε γραμμή Σόιμπλε. Παράλληλα, η απήχησή του στον ευρωπαϊκό Νότο είναι περιορισμένη -αν όχι ανύπαρκτη- με ενδεικτικές τις δημόσιες εντάσεις που εξέφρασε για τη Σύνοδο των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Δεν είναι λίγες οι φορές, εξάλλου, κατά τις οποίες ο Μ. Βέμπερ προχώρησε σε ευθεία αντιπαράθεση με την ελληνική κυβέρνηση επειδή ανήκει σε άλλη πολιτική οικογένεια από εκείνη του ΕΛΚ.
Πέρα από το πρόσωπο που θα αναλάβει την ηγεσία της Κομισιόν, αλλά και των άλλων θεσμών της ΕΕ, η Ευρώπη είναι σημαντικό να καταδείξει ότι άντλησε διδάγματα από την οικονομική της κρίση διορθώνοντας τις επιλογές που οδήγησαν σε μία Ένωση που χαρακτηρίζεται από πολλαπλές ταχύτητες και ανισότητες μεταξύ κρατών-μελών, σκληρής λιτότητας, χωρίς κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης στην πράξη.
Η δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους των Ευρωπαίων πολιτών και η διάρρηξη της εμπιστοσύνης τους προς τις Βρυξέλλες και τους θεσμούς της μοιάζει αδύνατο να αναστραφεί με πρόσωπα που πρεσβεύουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, την ξενοφοβία και τη δαιμονοποίηση της ανθρωπιστικής και δίκαιης (σχετικά με τα βάρη των κρατών-μελών) διαχείρισης του μεταναστευτικού/προσφυγικού. Η Ευρώπη φαίνεται να χρειάζεται επικεφαλής θεσμών που θα στέλνουν μήνυμα κοινωνικά δίκαιων πολιτικών, πολιτικών ανθρωπισμού και συνοχής της Ευρώπης των λαών.
* Αναδημοσίευση από το 13o Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ