Είναι ολοφάνερο και «πιστοποιείται» από τις εκτιμήσεις διεθνών οίκων, φορέων, αναλυτών, ότι αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία, στην ευρωπαϊκή οικονομία και φυσικά στην ελληνική θα είναι ισχυρός. Αυτό που δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια είναι το μέγεθος της ζημιάς, ωστόσο, διαφαίνονται οι βασικές επιπτώσεις σε κρίσιμους μακροοικονομικούς τομείς, που θα επηρεάσουν την καθημερινότητα των πολιτών.
Ο πληθωρισμός που ήδη βρίσκεται άνω του 6%, όχι μόνον δεν θα «δείξει» τάσεις αποκλιμάκωσης το επόμενο διάστημα, αλλά αντιθέτως θα παραμείνει επί μακρόν σε υψηλά επίπεδα. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άνοιξε ένα νέο γύρο κλιμάκωσης των ενεργειακών τιμών στην Ευρώπη, οι οποίες επηρεάζουν τα μέγιστα την εφοδιαστική αλυσίδα, τις πρώτες ύλες, το κόστος παραγωγής, δημιουργώντας ένα πληθωριστικό ντόμινο που καταλήγει σε ανατιμήσεις σε βασικά προϊόντα και αγαθά.
Όποια ελπίδα υπήρχε και την εξέφραζαν, μάλιστα, κορυφαίοι αξιωματούχοι των Βρυξελλών και της ΕΚΤ, για βραχύβια διάρκεια των πληθωριστικών τάσεων, εξανεμίστηκε από τη πολεμική σύρραξη στην Ουκρανία. Οι πρόσφατες αναλύσεις είναι άκρως απαισιόδοξες, καθώς «βλέπουν» εκτόξευση του πληθωρισμού στην Ευρώπη και κατ’ επέκτασή της στην Ελλάδα, καθώς και διατήρησή του σε πολύ υψηλά επίπεδα, σχεδόν για όλο το 2022.
Η εκτίμηση του οίκου Wood είναι ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα φτάσει στο 8,4%, κάτι που προφανώς συνεπάγεται αλλεπάλληλες ανατιμήσεις σε προϊόντα και υπηρεσίες, που θα σε συνδυασμό με τη ενεργειακή ακρίβεια, θα δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους πολίτες και τη διαβίωσή της. Άκρως δυσμενείς είναι οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, που θα εκτοξευτεί στο 11,7%.
Πέραν του πληθωρισμού, όπως ανέφερε το Sin σε προηγούμενο άρθρο του, ο πόλεμος στην Ουκρανία, δύναται να επιφέρει επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από μία έως δύο μονάδες. Η δημοσιονομική προσαρμογή την οποία είχε θέσει ως στόχο το υπουργείο Οικονομικών τίθεται εν αμφιβόλω, όπως και οι ορισθέντες μακροοικονομικοί στόχοι.
Παράθυρο «ελπίδας» από τον Ντομπροβόσκις
Πρόκειται, βεβαίως, για πανευρωπαϊκό πρόβλημα, το οποίο απασχολεί ήδη τις Βρυξέλλες. Το γεγονός ότι ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπροβόσκις άφησε ανοιχτό παράθυρο για παράταση ισχύος της ρήτρας διαφυγής και το 2023, ήχησε ‘μελωδικά» στα αυτιά των ιθυνόντων του οικονομικού επιτελείου. Ενδεχόμενη παράταση της ρήτρας διαφυγής και το 2023, θα έδινε βαθιά ανάσα στις οικονομίες της Ευρωζώνης και θα τις επέτρεπε να διαχειριστούν τα «απόνερα» του πολέμου της Ουκρανίας, χωρίς τον βραχνά της εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων.
Προς το παρόν, πάντως, το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει και κινείται με βάση τα δημοσιονομικά δεδομένα που διαθέτει, επιχειρώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή (μείωση ελλείμματος και χρέους) αλλά και την λήψη μέτρων στήριξης απέναντι στην ακρίβεια και το ενεργειακό κόστος.