Πολιτική

Ο Πολάκης κατέθεσε στον εισαγγελέα για το παραδικαστικό κύκλωμα


Στο γραφείο του δέχθηκε χθες το πρωί, ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, τον αντεισαγγελέα του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημήτρη Δασούλα, για να δώσει κατάθεση για τις δηλώσεις του αναφορικά με το παραδικαστικό θέμα που «άνοιξε» ο Αναπληρωτής Υπουργός σε ομιλία του στο Περιστέρι.

Η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, διέταξε επείγουσα προκαταρκτική εξέταση, για τις δηλώσεις του Αναπληρωτή Υπουργού που αφορούσαν τη Δικαιοσύνη.Στην εισαγγελική παραγγελία της η κα Κουτζαμάνη ανέφερε: «Σας διαβιβάζουμε φύλλα ηλεκτρονικού τύπου, στα οποία περιέχονται δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, σύμφωνα με τις οποίες ‘’…….

Υπάρχει μεγάλο θέμα με τη Δικαιοσύνη. Το δικαστικό σώμα απαιτεί νέο αίμα, καθώς πολλοί δικαστές είναι εξαρτημένοι και μέλη παραδικαστικών κυκλωμάτων, ένα πολύ μεγάλο μέρος των δικαστών – για να το πω κομψά - έχει δεσμεύσεις ή - για να το πω λιγότερο κομψά - είναι στο παραδικαστικό κύκλωμα του παρελθόντος ή του παρόντος’’ και παρακαλούμε να ενεργήσετε κατεπείγουσα προκαταρκτική εξέταση, προς διακρίβωση της βασιμότητας των καταγγελλομένων. Επίσης να ενεργήσετε οποιαδήποτε άλλη ανακριτική πράξη ήθελε κριθεί αναγκαία.

Η κατάθεσή του κ. Πολάκη διήρκησε 5 ώρες και σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργείου, ο αναπληρωτής υπουργός ανέφερε ότι δεν είναι πρώτη φορά που καταγγέλλονται κακώς κείμενα στο χώρο της Δικαιοσύνης και πιο συγκεκριμένα αναφέρθηκε σε συνέντευξη του πρώην αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Παπανικολάου, το 2010. Ο κος Πολάκης υπογράμμισε ότι ενώ οι τότε καταγγελίες ενός κορυφαίου πρώην λειτουργού της Δικαιοσύνης περί «αναξιοκρατίας, οσφυοκαμψίας, αριβισμού, ιδιοτέλειας, ανεπάρκειας και αρνησιδικίας στον ευαίσθητο χώρο της ελληνικής Δικαιοσύνης» ήταν πολύ σοβαρότερες από τις δικές του, κανένας εισαγγελέας δεν είχε ασκήσει επείγουσα προκαταρκτική εξέταση.

Επίσης ο αναπληρωτής υπουργός κατέθεσε στον αντεισαγγελέα, ενδεικτικό  κατάλογο 23 υποθέσεων (σε σύνολο 350), οι οποίες έχουν διαβιβαστεί από το 2009 έως και το 2015, από το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) στις αρμόδιες εισαγγελίες και το υπουργείο δεν έχει ενημέρωση αν έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις, με βάση τα ευρήματα των πορισμάτων. Για μερικές μάλιστα από τις υποθέσεις αυτές το ΣΕΥΥΠ έχει καταθέσει νέα πορίσματα εντός του τρέχοντος έτους.

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό στην υπόθεση διάθεσης πόρων (10 εκατ. ευρώ) στον ΟΚΑΝΑ, με βάση την από 17/05/2011 Προγραμματική Σύμπραξη μεταξύ ΚΕΕΛΠΝΟ και ΟΚΑΝΑ, η οποία βασίστηκε σε έγγραφο του τότε υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου, περί ανάγκης ενίσχυσης του ΟΚΑΝΑ με νέο προσωπικό, για το οποίο δεν εκδόθηκε ΠΟΤΕ Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, υπήρξε μονομερής μετατροπή της σύμβασης για τη χρήση των χρημάτων αυτών από πλευράς του ΟΚΑΝΑ, καταγγέλθηκε η σύμβαση από το ΚΕΕΛΠΝΟ, υπήρξε καταγγελία στον Εισαγγελέα διαφθοράς, ξεκίνησε έρευνα και παράλληλα εκδόθηκε πόρισμα ελέγχου από το ΣΕΥΥΠ, το οποίο περιήλθε στα χέρια της Εισαγγελίας και από τα ευρήματα του οποίου φαίνεται ότι υπήρξε διασπάθιση του ανωτέρω ποσού. Ενώ με τα ευρήματα του εν λόγω πορίσματος με ημερομηνία 31/01/2014, θα μπορούσε να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά παντός υπευθύνου, ο αρμόδιος ανακριτής με έγγραφό του προς το ΣΕΥΥΠ, το Νοέμβριο του 2014, διέταξε τη διενέργεια νέου ελέγχου. Πρόεδρος του Δ.Σ. του ΟΚΑΝΑ την επίμαχη περίοδο ήταν η κα Μένη Μαλλιώρη, ενώ την αντίστοιχη θέση στο ΚΕΕΛΠΝΟ κατείχε η κα Τζένη Κουρέα – Κρεμαστινού.

Ιδιαίτερη μνεία στην κατάθεσή του έκανε ο αναπληρωτής υπουργός στο σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας «Εφημερίδα των Συντακτών», στο οποίο αναφέρονται ουκ ολίγες υποθέσεις στο χώρο της Υγείας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί πορίσματα του ΣΕΥΥΠ από το 1990, αλλά δεν έχουν ακόμα τελεσιδικίσει.

Τέλος, ο κος Πολάκης επανέλαβε στον αντεισαγγελέα, την αναγνώρισή του προς κάθε λειτουργό της Δικαιοσύνης, ο οποίος με εντιμότητα και ευσυνειδησία ασκεί τα καθήκοντά του, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Επισήμανε όμως ότι η τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης δεν είναι δυνατόν να οφείλεται πάντα στον μεγάλο όγκο υποθέσεων και στην έλλειψη προσωπικού, η οποία παρ’ όλα αυτά μπορεί να αντιμετωπιστεί με την είσοδο «νέου αίματος» στο χώρο της Δικαιοσύνης, όπως είχε υποστηρίξει και στις αρχικές του δηλώσεις.