Την άποψη πως η ευρωζώνη δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να εισέλθει σε ύφεση στα τέλη του 2022 και στις αρχές του 2023, εξέφρασε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Λουίζ ντε Γκίντος, μιλώντας στην 25η Euro Finance Week της Φρανκφούρτης.
Ο ίδιος τόνισε πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση είναι οι κύριοι παράγοντες κινδύνου για τον πληθωρισμό, ο οποίος «παραμένει πολύ υψηλός», προσθέτοντας ότι η ευρωζώνη «δεν έχει γίνει μάρτυρας τέτοιας ταχείας μετατόπισης» των τιμών από τότε που ιδρύθηκε, γι' αυτό «ένας ανθεκτικός χρηματοπιστωτικός τομέας είναι απαραίτητος αυτή την εποχή».
Εν συνεχεία, επεσήμανε ότι χάρη στις αποφάσεις για αύξηση των επιτοκίων, «ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε καλή θέση να αντέξει τους οικονομικούς κραδασμούς» ενώ συμπλήρωσε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει αυτή τη νομισματική πολιτική έως ότου ο πληθωρισμός πέσει στο στόχο του 2%.
Ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σημείωσε πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια «με σύνεση», για να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο, ακόμη κι αν αυτή η διαδικασία διαρκέσει «παρατεταμένη» περίοδο.
Παράλληλα, ανέφερε πως «οι κίνδυνοι ανατιμολόγησης και οι δυσκολίες ρευστότητας καθιστούν τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ευάλωτα» ενώ «τα ρευστά διαθέσιμα assets των επενδυτικών funds παραμένουν χαμηλά και θα μπορούσαν έτσι να ενισχύσουν τη διόρθωση της αγοράς».
Κλείνοντας, ο Λουίζ ντε Γκίντος δήλωσε πως η αστάθεια της αγοράς αυξήθηκε ενώ στην αβέβαιη πορεία του πληθωρισμού και στον στόχο της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής αλλά και της οικονομικής δραστηριότητας «οι αποτιμήσεις assets παραμένουν ευαίσθητες».