Μια σπάνια δυσαρμονία, αν όχι αντιπαράθεση, μεταξύ τραπεζικών διοικήσεων και Τράπεζας της Ελλάδος έχει δημιουργήσει η πανδημία, καθώς ο Γιάννης Στουρνάρας επιμένει να «αδειάζει» τους τραπεζίτες, εκτιμώντας ότι τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που θα δημιουργήσει η κρίση της πανδημίας θα είναι έως και διπλάσιου ύψους από όσο εκτιμούν οι τράπεζες. Παράλληλα, αμφισβητεί ότι είναι επαρκείς οι προβλέψεις που έχουν σχηματίσει οι τράπεζες για τον πιστωτικό κίνδυνο, παρότι σχεδόν διαπλασιάσθηκαν το 2020 και τις οδήγησαν σε ζημιές.
Δίνοντας στη δημοσιότητα την έκθεση του διοικητή για το 2020, ο κ. Στουρνάρας παρέμεινε σταθερός στην πρόβλεψή του, όπως αυτή προκύπτει από τα μοντέλα της Τράπεζας της Ελλάδος, για νέα κόκκινα δάνεια 8 - 10 δισ. ευρώ λόγω της πανδημίας, παρότι είχαν προηγηθεί οι ανακοινώσεις όλων των συστημικών τραπεζών, στο πλαίσιο της παρουσίασης των αποτελεσμάτων για το 2020, από τις οποίες εξάγονται καθησυχαστικά συμπεράσματα, καθώς εκτιμούν ότι τα νέα προβληματικά δάνεια δεν θα ξεπεράσουν τα 4 - 5 δισ. ευρώ.
Δυσαρέσκεια τραπεζιτών
Ο κ. Στουρνάρας δεν φαίνεται να παίρνει πολύ στα σοβαρά αυτές τις εκτιμήσεις των τραπεζών, κάτι που έχει προκαλέσει αρκετή δυσαρέσκεια στους τραπεζικούς κύκλους, καθώς δημιουργείται ένα ζήτημα αξιοπιστίας που επηρεάζει και την εικόνα των τραπεζών στους αναλυτές επενδυτικών οίκων και οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι συστηματικά στις εκθέσεις και αναλύσεις τους παρουσιάζουν τις προβλέψεις της ΤτΕ. Μάλιστα, σε κατ' ιδίαν συζητήσεις, τραπεζικά στελέχη κατηγορούν τον κ. Στουρνάρα ότι έχει υιοθετήσει αυτές τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις για να προωθήσει την πρότασή του για σύσταση bad bank, την οποία ήδη έχει απορρίψει η κυβέρνηση, προωθώντας μόνο το σχέδιο «Ηρακλής».
Ο κεντρικός τραπεζίτης, όμως, δεν φαίνεται διατεθειμένος να αναθεωρήσει τις προβλέψεις του, ώστε να έλθουν πιο κοντά στις εκτιμήσεις των τραπεζικών διοικήσεων. Αντίθετα, στην τελευταία έκθεσή του υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι:
- «Οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα αναμένεται να ενταθούν το 2021. Η επίπτωση αφορά κυρίως τη δημιουργία νέων Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (...). Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ ύψους 8-10 δισεκ. ευρώ. Οι τράπεζες επομένως θα πρέπει να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Αν και το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της ΕΕ, είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κρατών-μελών με υψηλό λόγο ΜΕΔ.
- Περίπου το 1/3 των δανείων που τελούν σε αναστολή πληρωμών κατατάσσεται στην κατηγορία δανείων που εμφανίζουν σημαντική αύξηση κινδύνου (στάδιο 2 βάσει του ΔΠΧΑ 9)».
Η κύρια πηγή κινδύνου για τις τράπεζες είναι τα δάνεια που τέθηκαν σε αναστολή το 2020 λόγω της πανδημίας. Όπως σημειώνεται στην έκθεση της ΤτΕ, «αξιόλογη συμβολή στην ενίσχυση της ρευστότητας των εγχώριων επιχειρήσεων είχε το πρόγραμμα προσωρινής αναστολής πληρωμής δανειακών υποχρεώσεων. Πρόκειται για καθεστώς αναβολής πληρωμής τόκων ή και χρεολυσίων τραπεζικών δανείων με δικαιούχους φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επλήγησαν από την πανδημία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, το μέγιστο ποσό των δανείων που βρέθηκαν σε καθεστώς αναστολής πληρωμών από την έναρξη της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2020 ανήλθε σε 27,6 δισεκ. ευρώ σε ενοποιημένη βάση. Τον Δεκέμβριο του 2020, το υπόλοιπο των δανείων αυτών ήταν περίπου 4 δισεκ. ευρώ, καθώς η περίοδος αναστολής είχε λήξει για τα περισσότερα δάνεια πριν το τέλος του έτους.13 Οι αναστολές πληρωμών, οι οποίες αποτελούσαν περίπου το 1/5 των συνολικών ενήμερων δανείων, αφορούσαν στην πλειονότητά τους (άνω του 50%) δάνεια προς επιχειρήσεις κυρίως πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους. Οι κλάδοι τους οποίους αφορούσαν τα δάνεια σε αναστολή πληρωμών ήταν κυρίως αυτοί της εστίασης και παροχής καταλυμάτων, του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας και των μεταφορών».
Τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας
Το μεγάλο ερώτημα είναι πόσα από αυτά τα δάνεια που βρέθηκαν σε αναστολή θα αρχίσουν να εξυπηρετούνται κανονικά. Κρατικά προγράμματα, όπως το Γέφυρα 2 για την επιδότηση δόσεων επιχειρηματικών δανείων, αλλά και ρυθμίσεις που κάνουν οι ίδιες οι τράπεζες, με μειωμένη δόση στο μισό για την πρώτη περίοδο μετά τη λήξη της αναστολής, εκτιμούν οι τραπεζικές διοικήσεις ότι θα επιτρέψουν να εξυπηρετηθούν κανονικά τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια, ώστε τελικά μόνο το 20% των δανείων που μπήκαν σε αναστολή να γίνουν μη εξυπηρετούμενα.
Ο διοικητής της ΤτΕ, όμως, υπενθυμίζει ότι τα δάνεια που βρίσκονται σε κάποιου είδους ρύθμιση είναι πολλά και έχουν υψηλό κίνδυνο να γίνουν κόκκινα, όχι μόνο λόγω των επιδράσεων της πανδημίας, αλλά και επειδή κατά παράδοση οι τράπεζες δείχνουν πολύ χαμηλή αποτελεσματικότητα στη ρύθμιση δανείων. Όπως σημειώνει ο κ. Στουρνάρας, «επί του συνόλου των δανείων, εξυπηρετούμενων και μη, σε καθεστώς ρύθμισης υπάγεται περίπου το 1/5. Επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε και πάλι καθυστέρηση, και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή της ρύθμισης».
Περαιτέρω, στην έκθεση τονίζεται ότι: «Το υπόλοιπο των ΜΕΔ που συνδέονται με ρυθμίσεις αντιπροσώπευε στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 ελαφρώς πάνω από το 1/3 του συνόλου των ΜΕΔ, ενώ συνολικά σε καθεστώς ρύθμισης υπάγεται (ως προς το σύνολο των δανείων, εξυπηρετούμενων και μη) περίπου το 1/5 των δανείων. Επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε και πάλι καθυστέρηση και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρείται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Δεδομένης της επίδρασης της πανδημίας, εκτιμάται ότι σημαντικό ποσοστό από τα δάνεια αυτά θα καταγραφεί ως μη εξυπηρετούμενο κατά τη διάρκεια του 2021».
Όσον αφορά το σχηματισμό νέων προβλέψεων, οι οποίες επιβαρύνουν την κερδοφορία των τραπεζών, εντύπωση προκαλεί η προτροπή Στουρνάρα στις διοικήσεις να επανεξετάσουν την επάρκειά τους, δεδομένου ότι ήδη μέσα στο 2020 οι τράπεζες «μάτωσαν» αρκετά για να σχηματίσουν νέες προβλέψεις, λόγω της πανδημίας. Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι στο 9μηνο του 2020 οι προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο ξεπέρασαν τα 4 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 2 δισ. ευρώ το 2019, σημειώνοντας αύξηση κατά 98,4%. Και ήταν ο κύριος παράγοντας που οδήγησε τις τράπεζες σε ζημιές μετά από φόρους 688 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 649 εκατ. ευρώ το 2019.