Οικονομία

New deal για το πλεόνασμα μετά τις ευρωεκλογές


Με τη διαβεβαίωση από την κυβέρνηση ότι δεν τίθεται θέμα αλλαγής του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα ως το 2022 φεύγουν σε λίγες ώρες από την Αθήνα οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά η «ανακωχή» μεταξύ των δύο πλευρών για τα δημοσιονομικά θα κρατήσει ως τις ευρωεκλογές και, ακολούθως, θα πρέπει να βρεθεί μια νέα συμφωνία, μετά τις χθεσινές εξαγγελίες παροχών και ελαφρύνσεων.

Η κυβέρνηση, όπως άλλωστε ξεκαθάρισε χθες και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, δεν αμφισβητεί το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ ως και το 2021 και αυτό έγινε σαφές στις σημερινές συζητήσεις με τους εκπροσώπους των Θεσμών, όπου συζητήθηκαν τα δημοσιονομικά θέματα. Άλλωστε, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε πολύ σοβαρές επιπλοκές, αφού στο στόχο του 3,5% έχει στηριχθεί ολόκληρο το οικοδόμημα της συμφωνίας για το χρέος και την ελάφρυνσή του.

Οι χθεσινές ανακοινώσεις της κυβέρνησης, όμως, ανοίγουν ένα μεγάλο πεδίο νέας διαπραγμάτευσης για τα δημοσιονομικά, καθώς, για πρώτη φορά, επιχειρείται να προεξοφληθούν μελλοντικά υπερπλεονάσματα για να αξιοποιηθούν σε παροχές και ελαφρύνσεις, ενώ προτείνεται η δημιουργία ενός νέου εγγυητικού μηχανισμού, ο οποίος θα διασφαλίζει ότι, ακόμη και αν υπάρξουν αποκλίσεις στην εκτέλεση των επόμενων προϋπολογισμών, το 3,5% του πρωτογενούς πλεονάσματος θα διατεθεί για την εξυπηρέτηση του χρέους, όπως ακριβώς έχει συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους δανειστές.

Αυτό που ουσιαστικά προτείνει η ελληνική κυβέρνηση είναι να αξιοποιηθεί ένα μέρος από τα δισεκατομμύρια που «λιμνάζουν» στα κρατικά ταμεία και αποτελούν το περιβόητο «μαξιλάρι» για την κάλυψη της χρηματοδότησης τα επόμενα χρόνια για να έλθουν μπροστά κάποια σημαντικά μέτρα ανακούφισης της ελληνικής κοινωνίας και τόνωσης της ανάπτυξης.

Δηλαδή, η κυβέρνηση προτείνει στους θεσμούς μια εμπροσθοβαρή εφαρμογή θετικών μέτρων, που επειδή θα ενισχύσουν την ανάπτυξη, τελικά θα επιτρέψουν να μην πέσει το πρωτογενές πλεόνασμα κάτω από το 3,5%. Αν, παρ’ ελπίδα, υπάρξουν αποκλίσεις, η κυβέρνηση θα έχει δεσμεύσει σε ένα καταπιστευματικό λογαριασμό (escrow account) συνολικά 5,55 δισ. ευρώ (3% του ΑΕΠ) και από αυτά θα μπορεί να καλυφθεί ακόμη και μια απόκλιση 1% του ΑΕΠ ετησίως, χωρίς να υπάρχει πρόβλημα με το στόχο για το πρωτογενές πλέονασμα και την εξυπηρέτηση του χρέους.

Έτσι, η πλεονάζουσα ρευστότητα, που σημειωτέον δεν προέρχεται από τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά από τα ταμεία του κράτους και των φορέων της γενικής κυβέρνησης, θα μετατραπεί σε ένα εργαλείο χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο ο συμφωνημένος στόχος για το πλεόνασμα.

Η προτεινόμενη συμφωνία για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής με αυτό τον εγγυητικό μηχανισμό για τα μελλοντικά πλεονάσματα γίνεται δεκτή με αρκετή επιφυλακτικότητα από την Κομισιόν και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, που φοβούνται ότι μπορεί να ανοίξει την πόρτα προς μια δημοσιονομική εκτροπή και κατάρρευση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Eurogroup του Ιουνίου 2018 για τα δημοσιονομικά και το χρέος.

Οι φόβοι της Κομισιόν

Ήδη η Κομισιόν, στις εαρινές προβλέψεις της για την οικονομία, τόνισε ότι το 2018 ήταν το έτος κορύφωσης των καλών δημοσιονομικών επιδόσεων της Ελλάδας, με πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης 1,1% του ΑΕΠ, αλλά στο εξής τα δημοσιονομικά μεγέθη θα επιδεινώνονται, με το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης να υποχωρεί στο 0,5% του ΑΕΠ φέτος και να μετατρέπεται σε έλλειμμα 0,1% του ΑΕΠ το 2020.

Η Κομισιόν διαπιστώνει ότι στον ορίζοντα υπάρχουν αρκετά ρίσκα εκτροχιασμού, παρότι προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα εκπληρώσει το συμφωνημένο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 και το 2020. Τα ρίσκα προέρχονται από τις συνεχιζόμενες υποθέσεις ενώπιον της Δικαιοσύνης, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μερική ανατροπή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και να φέρουν στην επιφάνεια νέες δημοσιονομικές υποχρεώσεις. Πρόσθετη πίεση μπορεί να ανακύψει από πολιτικές πρωτοβουλίες που θα επηρέαζαν τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις, επισήμαινε η Κομισιόν, πριν ακόμη ανακοινωθεί η μόνιμη 13η σύνταξη.

Με αυτά τα δεδομένα, προς το παρόν δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία επί των προβλέψεων που κάνει η ελληνική κυβέρνηση, ενώ θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να υπάρξει και έγκριση από το Eurogroup για το νέο μηχανισμό εγγυήσεων με τον «κουμπαρά» των 5,55 δισ. ευρώ. Όλα αυτά θα συζητηθούν, όμως, μετά τις ευρωεκλογές, αφού και οι Βρυξέλλες θέλουν να αποφύγουν εντάσεις με την Αθήνα μέσα σε προεκλογική περίοδο.