Η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε χθες κυρώσεις εναντίον των 18 «κύριων» ιρανικών τραπεζών, επιφέροντας πλήγμα στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Ισλαμικής Δημοκρατίας που βρίσκεται ήδη σε δίνη από την πολιτική «μέγιστης πίεσης» των ΗΠΑ.
«Οι κυρώσεις μας έχουν στόχο να αποτρέψουν το Ιράν να υποστηρίζει τρομοκρατικές δραστηριότητες και να τερματίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Στίβεν Μνιούτσιν.
Αυτό το μέτρο - που προωθήθηκε από τα αντι-ιρανικά γεράκια στους κύκλους της κυβέρνησης Τραμπ για να δείξει την πυγμή της λιγότερο από ένα μήνα πριν από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές - έχει στόχο να αποκόψει μόνιμα τον ιρανικό χρηματοπιστωτικό τομέα από τον υπόλοιπο κόσμο.
Αντιδρώντας, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ κατηγόρησε την Ουάσινγκτον ότι εν μέσω πανδημίας στοχοθετεί με τις νέες κυρώσεις τις «εναπομείνασες διόδους του Ιράν να πληρώνει για τρόφιμα και φάρμακα».
«Εν μέσω πανδημίας Covid 19, το αμερικανικό καθεστώς θέλει να καταστρέψει τις εναπομείνασες διόδους για να πληρώνουμε για τρόφιμα και φάρμακα», δήλωσε ο Ζαρίφ στο Twitter. «Αλλά η συνωμοσία για τη λιμοκτονία ενός πληθυσμού αποτελεί έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», πρόσθεσε.
Πολλοί παρατηρητές, καθώς και Ευρωπαίοι διπλωμάτες, φοβούνται ότι αυτά τα τελευταία τιμωρητικά μέτρα θα μειώσουν περαιτέρω τη δυνατότητα για το Ιράν να αποκτά αγαθά που θεωρούνται «ανθρωπιστικά» (φάρμακα, τρόφιμα), ακόμη και αν το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ διαβεβαίωσε ότι αυτά θα υπόκεινται σε εξαιρέσεις.
Ο πρόεδρος Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη διεθνή πυρηνική συμφωνία με το Ιράν το 2018, θεωρώντας την ανεπαρκή να εμποδίσει την Τεχεράνη να αποκτήσει ατομική βόμβα και να θέσει τέρμα στην «αποσταθεροποιητική» συμπεριφορά της στη Μέση Ανατολή. Στην πορεία επανέφερε όλες τις αμερικανικές κυρώσεις που είχαν αρθεί το 2015.
Αυτά τα μέτρα στραγγαλίζουν την ιρανική οικονομία, καθώς συνοδεύονται από τις λεγόμενες «δευτερεύουσες» κυρώσεις: κάθε χώρα ή εταιρεία που συνεχίζει να συναλλάσσεται με το Ιράν κινδυνεύει να αποκλειστεί από την πρόσβαση στην τεράστια αμερικανική αγορά και στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε ανακοινώσει το στόχο να συνετίσει την Ισλαμική Δημοκρατία έτσι ώστε να «αλλάξει τη στάση της» στην περιοχή και να διαπραγματευτεί «μια καλύτερη συμφωνία». Όμως, καθώς πλησιάζει στο τέλος της η πρώτη προεδρική θητεία του Ρεπουμπλικάνου δισεκατομμυριούχου, δεν έχει επιτευχθεί καμία πρόοδος σε κανένα από αυτά τα μέτωπα.