Μετά το «Το Δόγμα του Σοκ» που ενεργοποίησε ένα παγκόσμιο κίνημα κατά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, η Καναδή δημοσιογράφος- ερευνήτρια Ναόμι Κλάιν αποκαλύπτει με το νέο της βιβλίο τον κυνισμό της ελίτ των μεγάλων ρυπογόνων εταιρειών του πλανήτη.
Το νέο της βιβλίο «Αυτό αλλάζει τα πάντα – Καπιταλισμός εναντίον κλίματος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη αριθμεί 694 σελίδες γεμάτες στοιχεία , μαρτυρίες και ντοκουμέντα που συνοψίζονται στο επιμύθιο: Όχι, δεν φταίει ο άνθρακας, φταίει ο καπιταλισμός! Το έργο αυτό είναι η Βίβλος για να γενεσιουργά αίτια του ολέθρου της περιλάλητης βιομηχανικής ανάπτυξης.
Το βιβλίο, που είναι αφιερωμένο στο δίχρονο γιό της Τόμα- στον οποίο εύχεται να ζήσει σε ένα κόσμο όπου θα υπάρχουν πεταλούδες και δεν θα έχουν εξαφανισθεί από την υπερθέρμανση.
Γράφοντας σε αφηγηματικό τόνο και σε πρώτο πρόσωπο, η συγγραφέας- ακτιβίστρια δεν κρύβει ότι και η ίδια, πριν ξεκινήσει αυτή την έρευνα, δεν είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος του κινδύνου που απειλεί τη Γη αλλά και το μέγεθος της απόκρυψης του προβλήματος από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Δύσης, σε συνδυασμό με την αμεριμνησία των απλών ανθρώπων που δεν έχουν κανένα συμφέρον να παραβλέπουν.
Διαβάστε αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου της που πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά τον Σεπτέμβριο του 2014. Από την Εποχή.
ΝΑΟΜΙ ΚΛΑΪΝ: Η κλιματική αλλαγή ως απειλή, αλλά και ως ευκαιρία
Γιατί έγραψα το βιβλίο “This Changes Everything: Capitalism vs The Climate”
Την περασμένη βδομάδα κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της Ναόμι Κλάιν «This Changes Everything: Capitalism vs The Climate» («Αυτό τα αλλάζει όλα: Ο καπιταλισμός εναντίον του κλίματος»). Όπως τονίζει και η ίδια σχετικά με το βιβλίο της πρέπει «να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η αλήθεια -αν και άβολη- είναι ότι το ζήτημα δεν αφορά τον άνθρακα, αλλά τον καπιταλισμό» Δημοσιεύουμε σήμερα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου της που εξηγεί, με τον δικό της μοναδικό τρόπο, τους λόγους που αποφάσισε να αναδείξει το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής.
Tης Ναόμι Κλάιν
Ακούστηκε μια φωνή από τα μεγάφωνα: παρακαλούνται οι επιβάτες της πτήσης 3935 από Ουάσιγκτον για Τσάρλεστον να μαζέψουν τις χειραποσκευές τους και να εκκενώσουν το αεροσκάφος. Κατέβηκαν από τις σκάλες και μαζεύτηκαν στην καυτή άσφαλτο. Εκεί αντίκρισαν ένα ασυνήθιστο θέαμα: οι ρόδες του τζετ των αμερικανικών αερογραμμών είχαν βυθιστεί στο μαύρο οδόστρωμα σαν να ήταν φρέσκο τσιμέντο. Οι ρόδες είχαν φτάσει πολύ βαθιά και έτσι το όχημα που κατέφτασε για να ρυμουλκήσει το αεροπλάνο δεν τα κατάφερνε. Η εταιρεία ήλπιζε ότι χωρίς το βάρος των τριανταπέντε επιβατών το αεροσκάφος θα ήταν αρκετά ελαφρύ για να ξεκολλήσει. Έκανε όμως λάθος. Κάποιος ανέβασε μια φωτογραφία «Γιατί ακυρώθηκε η πτήση μου; Επειδή στην Ουάσιγκτον κάνει τόση ζέστη που το αεροπλάνο βούλιαξε δέκα εκατοστά μέσα στην άσφαλτο.»
Τελικά ήρθε ένα μεγαλύτερο ρυμουλκό όχημα με μεγαλύτερη ισχύ και κατάφερε να απεγκλωβίσει το αεροπλάνο. Η πτήση πραγματοποιήθηκε με 3 ώρες καθυστέρηση. Ένας εκπρόσωπος της εταιρείας παρουσίασε ως αιτία του γεγονότος την «πολύ ασυνήθιστη θερμοκρασία».
Οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού του 2012 ήταν πράγματι ασυνήθιστα υψηλές (το ίδιο συνέβη το προηγούμενο και το επόμενο καλοκαίρι). Και η αιτία δεν αποτελεί μυστήριο: πρόκειται για την ασύστολη χρήση ορυκτών καυσίμων (…) Η ειρωνεία της υπόθεσης -το γεγονός ότι η χρήση ορυκτών καυσίμων μεταβάλλει τόσο δραστικά το κλίμα ώστε να δημιουργεί προβλήματα στη χρήση ορυκτών καυσίμων- δεν απέτρεψε τους επιβάτες της πτήσης 3935 από το να επανεπιβιβαστούν στο αεροσκάφος και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ούτε αναφέρθηκε η κλιματική αλλαγή στη κάλυψη της είδησης.
Δεν έχω το δικαίωμα να κρίνω τους επιβάτες. Όσοι από εμάς ζούμε μια έντονα καταναλωτική ζωή, όπου και να βρισκόμαστε, είμαστε μεταφορικά επιβάτες της πτήσης 3935. Ενώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση που απειλεί την επιβίωση του είδους μας, ολόκληρος ο πολιτισμός μας συνεχίζει να κάνει το ίδιο ακριβώς πράγμα που προκάλεσε αυτή την κρίση, καταβάλλοντας απλώς λίγο περισσότερο κόπο. Όπως η αεροπορική εταιρία έφερε δυνατότερο ρυμουλκό για το αεροπλάνο, έτσι και η παγκόσμια οικονομία ανεβάζει τον πήχη από τις συμβατικές πηγές ορυκτών καυσίμων σε ακόμα πιο ρυπογόνες και επικίνδυνες εκδοχές (…)
Εν τω μεταξύ, κάθε βεβιασμένη φυσική καταστροφή παράγει νέα ειρωνικά στιγμιότυπα ενός κλίματος που γίνεται όλο και πιο αφιλόξενο για τις ίδιες τις βιομηχανίες που ευθύνονται για την υπερθέρμανσή του. Όπως οι ιστορικές πλημμύρες του 2013 στο Calgary, που ανάγκασαν τους επικεφαλής των πετρελαϊκών εταιρειών που εκμεταλλεύονται τα κοιτάσματα ασφαλτούχου άμμου της Αλμπέρτα να στείλουν τους εργαζόμενους στα σπίτια τους και να εξαφανιστούν, ενώ ένα τρένο που μετέφερε εύφλεκτα προϊόντα πετρελαίου κόντεψε να ανατραπεί όταν μια σιδηροδρομική γέφυρα κατέρρευσε. Ή όπως η ξηρασία που χτύπησε το Μισισιπή την προηγούμενη χρονιά, ρίχνοντας τόσο τη στάθμη του νερού, ώστε τα πετρελαιοφόρα πλοία να μείνουν ακινητοποιημένα για μέρες, περιμένοντας τους μηχανικούς του στρατού να σκάψουν ένα κανάλι (…)
Θυμόμαστε και ξεχνάμε
Η εμπειρία μιας τέτοιας γνωστικής παραφωνίας είναι μέρος της ζωής μας σε αυτή την αντιφατική ιστορική στιγμή που μια κρίση που συστηματικά αγνοούσαμε μας χτυπάει κατακέφαλα –κι εμείς πολλαπλασιάζουμε τους παράγοντες που μας οδήγησαν αρχικά σε αυτή την κρίση.
Αρνιόμουν να ασχοληθώ με την κλιματική αλλαγή για περισσότερο καιρό από όσο θα ήθελα να παραδεχτώ. Φυσικά και ήξερα ότι συμβαίνει. Δεν ήμουν σαν τον Ντόναλντ Τραμπ και το Tea Party που έλεγαν ότι αφού υπάρχει ακόμα χειμώνας, όλα είναι ένα ψέμα. Αλλά δεν μελετούσα αρκετά τις λεπτομέρειες και διάβαζα βιαστικά τις ειδήσεις ή διάβαζα μόνο όσες ήταν πολύ τρομακτικές. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι η επιστήμη παραείναι περίπλοκη για μένα και ότι οι περιβαλλοντολόγοι έχουν το θέμα υπό έλεγχο. Και συνέχιζα να συμπεριφέρομαι σαν να μην υπήρχε κανένα πρόβλημα με τη γυαλιστερή κάρτα στο πορτοφόλι μου που με κατέτασσε στην κατηγορία «ελίτ» των συχνών πελατών αερογραμμών.
Πάρα πολλοί αρνούμαστε την κλιματική αλλαγή με παρόμοιο τρόπο. Ρίχνουμε μια ματιά και μετά την ξεχνάμε. Ή ασχολούμαστε, αλλά μετά το γυρίζουμε σε αστείο («κι άλλα σημάδια της Αποκάλυψης!»), που είναι ένας άλλος τρόπος να αδιαφορούμε.
Ή ασχολούμαστε αλλά καθησυχάζουμε τον εαυτό μας με ιστορίες για την ευφυΐα των ανθρώπων που θα εφεύρουν ένα τεχνολογικό θαύμα που θα εξαφανίσει με μαγικό τρόπο το διοξείδιο του άνθρακα από τον ουρανό και θα ελαττώσει τη θερμότητα του ήλιου. Πράγμα το οποίο, όπως κατάλαβα κάνοντας έρευνα για αυτό το βιβλίο, είναι ακόμα ένας τρόπος να αδιαφορούμε.
Ή λέμε στον εαυτό μας ότι δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε με κάτι τόσο μακρινό και αφηρημένο –ακόμα κι αν έχουμε δει το νερό στο μετρό της Νέας Υόρκης και τους ανθρώπους στις στέγες των σπιτιών της Νέας Ορλεάνης και ξέρουμε ότι κανείς δεν είναι ασφαλής –οι πιο ευάλωτοι λιγότερο από όλους. Αν και κατανοητός, αυτός ο τρόπος σκέψης είναι επίσης ένας τρόπος να αδιαφορούμε.
Ή ασχολούμαστε αλλά νομίζουμε ότι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε τους εαυτούς μας. Προβληματιζόμαστε, ψωνίζουμε κατευθείαν από παραγωγούς, αφήνουμε το αυτοκίνητο στο σπίτι, αλλά ξεχνάμε να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε πραγματικά το σύστημα που κάνει την κρίση αναπόφευκτη, επειδή αυτό θα έφερνε «αρνητική ενέργεια» και δεν μπορεί να πετύχει. Και φαίνεται σαν να ασχολούμαστε, επειδή οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μας είναι όντως μέρος της λύσης, αλλά εξακολουθούμε να κωφεύουμε από τη μία πλευρά.
Ίσως να ασχολούμαστε πραγματικά, αλλά έπειτα, αναπόφευκτα, ξαναξεχνάμε. Θυμόμαστε και ξεχνάμε. Έτσι είναι η κλιματική αλλαγή: είναι δύσκολο να μείνει κανείς συγκεντρωμένος για πολύ. Διατηρούμε μια πότε-ναι-πότε-όχι οικολογική αμνησία για πολύ λογικούς λόγους. Αρνούμαστε, γιατί φοβόμαστε ότι αν επιτρέψουμε την πλήρη πραγματικότητα της κρίσης να μπει μέσα μας τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Κι αυτό είναι αλήθεια.
Ξέρουμε ότι αν συνεχίσουμε με τους ίδιους ρυθμούς να αυξάνουμε τις εκπομπές αερίων κάθε χρόνο, η κλιματική αλλαγή δε θα αφήσει τίποτα στον κόσμο μας όπως είναι. Οι μεγάλες πόλεις θα βυθιστούν, αρχαίοι πολιτισμοί θα χαθούν στη θάλασσα, και είναι πολύ πιθανό τα παιδιά μας να περάσουν μεγάλο μέρος της ζωής τους προσπαθώντας να γλιτώσουν και να αποκαταστήσουν τις ζημιές από τρομερούς κατακλυσμούς και ακραίες ξηρασίες. Δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Ας συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι κάνουμε τώρα, είτε να περιμένουμε μια τεχνολογική λύση ή να καλλιεργούμε τα δικά μας λαχανικά ή να δικαιολογούμαστε ότι δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε.
Αρκεί να μην αντιδράσουμε σε μια τέτοια κρίση που απειλεί τα πάντα. Αρκεί να συνεχίσουμε να παριστάνουμε ότι δεν είμαστε τρομοκρατημένοι. Και έτσι, σιγά σιγά, θα φτάσουμε στο σημείο που φοβόμαστε περισσότερο, αυτό από το οποίο αποστρέφαμε το βλέμμα. Δε χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια.
Ένα σχέδιο Μάρσαλ για τη Γη
Υπάρχουν τρόποι να αποτρέψουμε αυτό το ζοφερό μέλλον, ή τουλάχιστον να το κάνουμε πολύ λιγότερο φρικτό. Αλλά το θέμα είναι ότι κι αυτοί προϋποθέτουν να αλλάξουμε τα πάντα. Για εμάς, τους καταναλωτές, προϋποθέτει να αλλάξουμε τον τρόπο ζωής μας, τη λειτουργία της οικονομίας μας, ακόμα και τις ιστορίες που λέμε για τη θέση μας στον κόσμο. Το καλό νέο είναι ότι πολλές από αυτές τις αλλαγές δεν είναι και τόσο καταστροφικές. Πολλές είναι και συναρπαστικές. Αλλά μου πήρε πολύ καιρό να το ανακαλύψω.
Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή που σταμάτησα να αποστρέφω το βλέμμα μου από την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής, ή τουλάχιστον την πρώτη φορά που την περιεργάστηκα καλά. Ήταν στη Γενεύη, τον Απρίλιο του 2009, και είχα συνάντηση με την εκπρόσωπο της Βολιβίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, που προς έκπληξή μου ήταν μια νέα γυναίκα που την έλεγαν Ανγκέλικα Ναβάρο Λάνος. Καθώς η Βολιβία είναι φτωχή χώρα με μικρό προϋπολογισμό για τα διεθνή ζητήματα, η Ναβάρο Λάνος είχε αναλάβει και το θέμα της κλιματικής αλλαγής εκτός από τα καθήκοντά τις σχετικά με τις συναλλαγές. Στη διάρκεια του μεσημεριανού σε ένα άδειο κινέζικο εστιατόριο, μου εξήγησε (χρησιμοποιώντας τα τσοπστικ για να κατασκευάσει ένα γράφημα για την παγκόσμια τροχιά των εκπομπών αερίων) ότι βλέπει την κλιματική αλλαγή και ως φοβερή απειλή αλλά και ως ευκαιρία.
Είναι προφανές γιατί την βλέπει ως απειλή: η Βολιβία εξαρτάται άμεσα από τους παγετώνες για πόσιμο νερό και για άρδευση και οι λευκές κορυφές των βουνών γύρω από την πρωτεύουσά της αρχίζουν να γίνονται καφέ και γκρίζες σε ανησυχητικό βαθμό. Η ευκαιρία είναι ότι, εφόσον χώρες όπως η Βολιβία δε συνέβαλαν σχεδόν καθόλου στην εκτίναξη των επιπέδων εκπομπών αερίων, θα μπορούσαν να ανακηρυχθούν «κλιματικοί πιστωτές», που τους οφείλονται χρήματα και τεχνική υποστήριξη από τις χώρες που εκπέμπουν περισσότερο για να καλύψουν το μεγάλο κόστος της διαχείρισης καταστροφών σχετικών με την κλιματική αλλαγή, αλλά και για να βοηθηθούν να αναπτυχθούν χρησιμοποιώντας πράσινη ενέργεια.
Η Ναβάρο Λάνος πρόσφατα μίλησε στο συνέδριο για το κλίμα του ΟΗΕ, όπου ανέπτυξε τη σκέψη για μια τέτοιου είδους μεταφορά πλούτου, και μου έδωσε ένα αντίτυπο της ομιλίας της. «Εκατομμύρια άνθρωποι», έγραφε, «σε μικρά νησιά, σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, σε ηπειρωτικές χώρες όπως και στις ευάλωτες κοινότητες της Βραζιλίας, της Ινδίας και της Κίνας, σε ολόκληρο τον κόσμο υποφέρουν από τις συνέπειες ενός προβλήματος, στο οποίο δε συνέβαλαν. Αν θέλουμε να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων στην επόμενη δεκαετία πρέπει να κινητοποιηθούμε μαζικά, όσο ποτέ στην ιστορία. Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο Μάρσαλ για τη Γη. Το σχέδιο αυτό πρέπει να κινητοποιήσει χρηματοδότηση και παροχή τεχνολογικής υποστήριξης σε μεγέθη που δεν έχουν υπάρξει στο παρελθόν. Πρέπει να χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία σε κάθε χώρα για να εξασφαλιστεί ότι θα μειωθούν οι εκπομπές αερίων ενώ θα ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων. Έχουμε μόνο δέκα χρόνια.»
Φυσικά ένα σχέδιο Μάρσαλ για τη Γη θα ήταν πολύ κοστοβόρο –εκατοντάδες δισεκατομμύρια αν όχι τρισεκατομμύρια δολάρια (η Ναβάρο Λάνος δε θέλησε να δώσει αριθμό). Και θα έλεγε κανείς ότι το κόστος από μόνο του θα το καταδίκαζε να μην ξεκινήσει ποτέ –επιπλέον αυτά ειπώθηκαν το 2009 με την οικονομική κρίση σε πλήρη εξέλιξη. Αν και η καταστροφική λογική της λιτότητας –που περνάει τα χρέη των τραπεζών στους πολίτες μέσω περικοπών στο δημόσιο τομέα, κλεισίματος σχολείων κτλ.- δεν είχε ακόμα γίνει ο κανόνας. Έτσι, αντί να κάνει τις ιδέες της Ναβάρο Λάνος να δείχνουν ουτοπικές, η κρίση είχε το αντίθετο αποτέλεσμα.
Γίναμε όλοι μάρτυρες των τρισεκατομμυρίων δολαρίων που κινητοποιήθηκαν τη στιγμή που οι ηγέτες μας αποφάσισαν να ανακηρύξουν κατάσταση κρίσης. Αν αφήναμε τις τράπεζες να πτωχεύσουν, μας είπαν, ολόκληρη η οικονομία θα κατέρρεε. Ήταν θέμα της συλλογικής μας επιβίωσης άρα έπρεπε να βρεθούν χρήματα. Κατά τη διαδικασία αυτή κάποιες από τις μεγαλύτερες ψευδαισθήσεις του οικονομικού μας συστήματος βγήκαν στην επιφάνεια (Χρειάζεστε λεφτά; Τυπώστε περισσότερα!). Λίγα χρόνια νωρίτερα οι κυβερνήσεις είχαν μια παρόμοια προσέγγιση μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Για πολλές δυτικές χώρες όταν επρόκειτο για την οικοδόμηση ενός κράτους επιτήρησης και ασφαλείας και για τη χρηματοδότηση πολέμων στο εξωτερικό η εύρεση κονδυλίων δε φάνηκε να αποτελεί πρόβλημα.
Η κλιματική αλλαγή ως κρίση
Η κλιματική αλλαγή ποτέ δεν έτυχε μεταχείρισης παρόμοιας με αυτή της κρίσης από τους ηγέτες μας, παρά το γεγονός ότι ενέχει τον κίνδυνο να καταστρέψει ζωές σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από μια τράπεζα ή ένα κτήριο που καταρρέει. Οι μειώσεις στις εκπομπές αερίων που προκαλούν φαινόμενο του θερμοκηπίου, που σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι απαραίτητες για να μειωθεί ο κίνδυνος καταστροφής, αντιμετωπίζονται σαν απλές συμβουλές, σαν πράξεις που μπορούν να αναβληθούν ούτε λίγο ούτε πολύ επ’ αόριστον. Προφανώς το τι θα χαρακτηριστεί κρίση εξαρτάται από σχέσεις ισχύος και προτεραιότητες, όχι από χειροπιαστά δεδομένα. Όμως δεν πρέπει να μείνουμε θεατές σε όλο αυτό: Οι πολιτικοί δεν είναι οι μόνοι που έχουν τη δυνατότητα να ανακηρύξουν κρίση. Μπορούν να το κάνουν και τα μαζικά κινήματα απλών πολιτών.
Η δουλεία δεν αποτελούσε κρίση για τις ελίτ της Αμερικής και της Βρετανίας μέχρι να χαρακτηριστεί έτσι από το κίνημα κατάργησής της. Οι ρατσιστικές διακρίσεις δεν ήταν κρίση μέχρι να τις καταστήσει το κίνημα των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Οι διακρίσεις με βάση το φύλο δεν ήταν κρίση μέχρι να τις χαρακτηρίσει το φεμινιστικό κίνημα. Το απαρτχάιντ δεν ήταν κρίση μέχρι να το κάνει το κίνημα για την κατάργησή του.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αν αρκετοί από εμάς πάψουμε να αδιαφορούμε και αποφασίσουμε ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια κρίση που της αξίζει μια αντίδραση επιπέδου σχεδίου Μάρσαλ, τότε θα αρχίσει να είναι κρίση και οι τάξεις των πολιτικών θα πρέπει να απαντήσουν με το να βρουν διαθέσιμους πόρους και να καταργήσουν τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς που αποδείχτηκαν τόσο εύπλαστοι όταν τα συμφέροντα των ελίτ βρίσκονται σε κίνδυνο. Περιστασιακά αντιλαμβανόμαστε ίχνη αυτής της δυνατότητας, όταν μια κρίση θέτει την κλιματική αλλαγή στο προσκήνιο για λίγο. «Τα χρήματα δεν έχουν σημασία για μια τέτοια προσπάθεια ανακούφισης. Όσα χρήματα και να χρειάζονται θα τα διαθέσουμε» είχε δηλώσει ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον –ο Μίστερ Λιτότητα αυτοπροσώπως- όταν μεγάλες περιοχές της χώρας του βρέθηκαν κάτω από το νερό από τις ιστορικές πλημμύρες του Φεβρουαρίου 2014 και ο κόσμος ήταν οργισμένος που η κυβέρνηση δεν έκανε κάτι παραπάνω για να βοηθήσει.
Ακούγοντας τη Ναβάρο Λάνος να περιγράφει την οπτική της Βολιβίας άρχισα να καταλαβαίνω πώς η κλιματική αλλαγή –αν αντιμετωπιστεί ως πραγματική κατάσταση εκτάκτου ανάγκης του πλανήτη, όπως εκείνες οι πλημμύρες- μπορεί να γίνει καταλύτης για την ανθρωπότητα, όχι μόνο παρέχοντάς μας μεγαλύτερη ασφάλεια από ακραίες καιρικές συνθήκες αλλά δημιουργώντας κοινωνίες πιο ασφαλείς και δίκαιες με πολλούς άλλους τρόπους. Οι πόροι που χρειάζονται για να εγκαταλείψουμε γρήγορα τα ορυκτά καύσιμα και να προετοιμαστούμε για τα επόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα θα σώσουν μεγάλες μερίδες του παγκόσμιου πληθυσμού από τη φτώχεια, παρέχοντάς τους υπηρεσίες που αυτή τη στιγμή τους λείπουν, από πόσιμο νερό μέχρι ηλεκτρισμό. Πρόκειται για ένα όραμα για το μέλλον που ξεπερνάει το να επιβιώσουμε ή να αντέξουμε στην κλιματική αλλαγή, ξεπερνάει την «άμβλυνση» της κλιματικής αλλαγής ή την «προσαρμογή μας» σε αυτή με την ψυχρή γλώσσα του ΟΗΕ. Είναι μια προοπτική στην οποία χρησιμοποιούμε συλλογικά την κρίση για να κάνουμε ένα άλμα προς ένα μέλλον σαφώς καλύτερο από το παρόν μας.
Καταλύτης για μια θετική αλλαγή
Μετά από αυτή τη συζήτηση κατάλαβα ότι δε φοβόμουν πια να βυθιστώ στην επιστημονική πραγματικότητα της κλιματικής απειλής. Έπαψα να αποφεύγω τα άρθρα και τις επιστημονικές μελέτες και άρχισα να διαβάζω ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Επίσης έπαψα να ρίχνω την ευθύνη αποκλειστικά στους περιβαλλοντολόγους, σταμάτησα να λέω στον εαυτό μου ότι πρόκειται για δουλειά άλλων, για πρόβλημα άλλων. Και μέσα από συζητήσεις με άλλους στο αυξανόμενο κίνημα για την κλιματική δικαιοσύνη άρχισα να βλέπω πολλούς τρόπους να γίνει η κλιματική αλλαγή καταλύτης για μια θετική αλλαγή –πώς θα γίνει το καλύτερο επιχείρημα που είχαν ποτέ οι προοδευτικοί άνθρωποι για να απαιτήσουν την ανοικοδόμηση και αναζωπύρωση τοπικών οικονομιών, να αποτρέψουν επιβλαβείς νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και να επαναπροσδιορίσουν τις παλιές, να επενδύσουν στις καχεκτικές δημόσιες υποδομές όπως τα μέσα μαζικής μεταφοράς και η φτηνή στέγαση, να επανακτήσουν την κυριότητα των θεμελιωδών υπηρεσιών όπως η ενέργεια και το νερό, να αντικαταστήσουν το άρρωστο αγροτικό μας σύστημα με κάτι πολύ πιο υγιές, να ανοίξουν τα σύνορα σε μετανάστες των οποίων ο εκτοπισμός συνδέεται με τις επιπτώσεις του κλίματος, να σεβαστούν επιτέλους τα δικαιώματα της γης των ιθαγενών –όλα αυτά θα βοηθήσουν να σταματήσουν να υπάρχουν αυτά τα ακραία επίπεδα ανισοτήτων στο εσωτερικό των κρατών μας και ανάμεσα σε αυτά.
Και άρχισα να βλέπω σημάδια –νέες συμμαχίες και φρέσκα επιχειρήματα- να υπαινίσσονται πώς, αν αυτές οι ποικίλες συνδέσεις γίνουν πιο ευρέως κατανοητές, η επιτακτικότητα της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσε να σχηματίσει τη βάση ενός ισχυρού μαζικού κινήματος που θα ενσωματώσει όλα αυτά τα φαινομενικά σκόρπια θέματα σε μια ρητορική με συνοχή για το πώς να προστατευτεί η ανθρωπότητα από την καταστροφή και του αδιανόητα άδικου οικονομικού συστήματος και του αποσταθεροποιημένου κλιματικού συστήματος. Έγραψα αυτό το βιβλίο επειδή έβγαλα το συμπέρασμα ότι η δράση για το κλίμα μπορεί να αποτελέσει έναν τέτοιο σπάνιο καταλύτη.