Με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο του φαρμάκου οι φαρμακευτικές στο σύνολότους καταδίκασαν κάθε παράνομη πράξη και εξέφρασαν την εμπιστοσύνη τους στην Ελληνική Δικαιοσύνη, ώστε να διαλευκανθούν οι εικασίες το ταχύτερο δυνατό. Ωστόσο, τόσο το Pharma Innovation Forum όσο και ο ΣΦΕΕ, επισημαίνουν ότι ο δημόσιος διάλογος περιλαμβάνει πολλές ανακρίβειες, υπερβολές και φήμες, οι οποίες δημιουργούν -εσκεμμένα ή μη- λανθασμένες εντυπώσεις και επηρεάζουν αρνητικά τους ασθενείς και την κοινή γνώμη, δημιουργώντας έντονη ανασφάλεια και αμφισβήτηση. Όπως λένε, όλα αυτά που ακούγονται, επιχειρούν να μηδενίσουν τη συνεισφορά ενός ολόκληρου κλάδου όχι μόνο στην υγεία των πολιτών αλλά και στην εθνική οικονομία. Για το λόγο αυτό και παραθέτουν ορισμένα βασικά δεδομένα που σχετίζονται με το χώρο του φαρμάκου, του οποίου το πλαίσιο λειτουργίας είναι σοβαρά ρυθμισμένο από το κράτος κάτι που ίσως είναι άγνωστο στο ευρύ κοινό.
Επανάσταση στην τεχνολογία και την ιατρική καινοτομία
Η περίοδος 1995-2010 χαρακτηρίζεται κυρίως από την επανάσταση στην τεχνολογία και την ιατρική καινοτομία με την εισαγωγή πολλών νέων καινοτόμων φαρμάκων και σωτήριων θεραπειών – στον καρκίνο, τη Σκλήρυνση κατά Πλάκας, σημαντικό αριθμό Σπάνιων Παθήσεων κοκ - που οδήγησαν σε αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Συνολικά το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα αυξήθηκε ακριβώς κατά 2 χρόνια, από τα 74,7 έτη στα 76,7, ενώ το προσδόκιμο επιβίωσης στην Ελλάδα το 2015 κυμάνθηκε στο μέσο όρο των χωρών της ΕΕ22, στα 81,1 έτη. Η αύξηση αυτή κατά 44% οφείλεται στην εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων.
Για παράδειγμα
Παγκοσμίως σε σχέση με τη δεκαετία του 1980 τα ποσοστά θνησιμότητας από τον ιό HIV έχουν μειωθεί κατά 80%, σήμερα πλέον του 95% των περιπτώσεων της χρόνιας ηπατίτιδας C θεραπεύεται με μια φαρμακευτική αγωγή διάρκειας μόλις 2-3 μηνών, οι θάνατοι από καρκίνο έχουν μειωθεί κατά 20%, το συνολικό ποσοστό των ανθρώπων που διαγιγνώσκονται με καρκίνο και επιστρέφει στην εργασία του έχει φτάσει πλέον το 75% και οι βιολογικές θεραπείες έχουν προσφέρει πολύ σημαντική βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με αυτοάνοσα νοσήματα. Την ίδια στιγμή κυριολεκτικά εκατομμύρια ασθενείς ρυθμίζουν με την βοήθεια της φαρμακευτικής τους αγωγής χρόνια νοσήματα. Παράλληλα, τα φάρμακα εξοικονομούν πόρους δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην Ελλάδα μόνο για την περίοδο 2000-2009 συνέβαλαν σε τέτοια μείωση του χρόνου νοσηλείας των ασθενών, που οδήγησε σε μείωση τους κόστους νοσηλείας εξοικονομώντας δημόσια δαπάνη σε ποσοστό πάνω από 60%.
Εξορθολογισμός στο φάρμακο
Οι πολιτικές υγείας μέχρι σήμερα εστίασαν στο φάρμακο παρόλο που αφορά μόνο στο 15% των συνολικών δαπανών υγείας, μην αγγίζοντας το υπόλοιπο 85%. Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στα χρόνια της οικονομικής κρίσης έχει μειωθεί κατά 62%. Την ώρα που οι ανάγκες των ασθενών, (συμπεριλαμβανομένων των ανασφάλιστων, προσφύγων και μεταναστών), αυξάνονται ραγδαία. Η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα, που έχει οριστεί τα τελευταία 3 χρόνια στα €1,945 δις και η νοσοκομειακή στα €530 εκατ., δεν επαρκεί να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό μάλιστα έχει διαπιστωθεί και από την ίδια την πολιτική ηγεσία. Ωστόσο, η δραστική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης τα τελευταία χρόνια δεν επηρέασε την πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες αυτές, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρίες μέσω των υποχρεωτικών εκπτώσεων κι επιστροφών έχουν απορροφήσει τη μείωση της δαπάνης, δηλαδή την όποια υπέρβασή της την πληρώνουν ως υποχρεωτική επιστροφή οι ίδιες οι εταιρείες με το clawback. Ο κλάδος είναι ο κύριος πυλώνας χρηματοδότησης του συστήματος Υγείας, συνεισφέροντας στο 1/3 της φαρμακευτικής δαπάνης (μόνο για το 2017 επέστρεψαν πάνω από €1 δις στο δημόσιο), 4 φορές πάνω από τον αντίστοιχο Ευρωπαϊκό μέσο όρο και παράλληλα το υψηλότερο ποσοστό από κάθε άλλο κλάδο της Ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον τα μέτρα που ψηφίστηκαν το 2017 για τα νέα φάρμακα, όπως το 25% με αναδρομική μάλιστα ισχύ και το ενοποιημένο rebate, δημιουργούν θέματα βιωσιμότητας για τις εταιρίες και δυσχεραίνουν ιδιαίτερα την πρόσβαση των ασθενών σε νέες, αλλά και υπάρχουσες θεραπείες. Οι φαρμακευτικές στηρίζουν καλύπτουν και τους ανασφάλιστους (850.000 συμπολίτες μας για το 2017 με ετήσιο κόστος €165 εκατ.), υποκαθιστώντας στην ουσία το κράτος.
Οι ίδιες έχουν καταθέσει τεκμηριωμένες προτάσεις εξορθολογισμού των δαπανών, που περιλαμβάνουν: έλεγχο της συνταγογράφησης και περιορισμό της σπατάλης, υποχρεωτική εφαρμογή των θεραπευτικών πρωτοκόλλων και των μητρώων ασθενών, αύξηση της χρήσης γενοσήμων, συνυπευθυνότητα και προβλεψιμότητα με την πολιτεία όσον αφορά στον μηχανισμό αυτόματων επιστροφών (clawback), ρεαλιστική χρηματοδότηση των νοσοκομείων και αύξηση του συνολικού προϋπολογισμού του φαρμάκου, υλοποίηση μειοδοτικών διαγωνισμών για γενόσημα φάρμακα στα νοσοκομεία, απλούστερη τιμολογιακή πολιτική κοκ. Δυστυχώς όμως, μέχρι σήμερα η πολιτεία αδυνατεί να αυξήσει τη διείσδυση των γενοσήμων (πράγμα που θα εξοικονομούσε στο σύστημα σημαντικά κονδύλια, αφήνοντας χώρο στην καινοτομία), να ελέγξει την συνταγογράφηση, δηλαδή την ζήτηση (στα χρόνια της κρίσης οι συνταγές αυξήθηκαν από 4,5 εκατ. σε 6,5 εκατομμύρια το μήνα), δεν ενημερώνει το κοινό να απέχει από την υπερβολική κατανάλωση φαρμάκων (όπως κάνουν αντίστοιχα άλλες χώρες με ενημερωτικές καμπάνιες), ενώ δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τις προμήθειες των φαρμακείων των νοσοκομείων. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης οφείλεται κυρίως στην αύξηση της κατανάλωσης των φαρμάκων, η οποία συνοδεύεται από αυξημένη ιδιωτική συμμετοχή που ανέρχεται σε 25% περίπου.
Η αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης δεν οφείλεται στις τιμές των φαρμάκων
Οι αιτίες αύξησης συνδέονται κυρίως με τη μη ελεγχόμενη κατανάλωση φαρμάκων και όχι με τις τιμές. Αυτό προϋποθέτει την εφαρμογή συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, την ευθύνη του οποίου έχει η πολιτεία και την εφαρμογή του έχουν ζητούν συνεχώς οι εταιρείες. Η τιμολόγηση φαρμάκων είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του Κράτους, είναι αυστηρά νομοθετημένη και οι τιμές προκύπτουν από τον μέσο όρο των 3 χαμηλοτέρων τιμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), των 27 χωρών, ενώ το καλάθι των χωρών το επιλέγει το ίδιο το κράτος, συγκεκριμένα ο Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΟΦ). Τα δεδομένα των τιμών που εξετάζονται προέρχονται από μια Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, από επίσημους ιστότοπους των χωρών της Ε.Ε. Στην Επιτροπή Τιμών εξετάζονται οι εισηγήσεις του ΕΟΦ, καθώς και οι ενστάσεις των φαρμακευτικών εταιριών. Ο κλάδος μέσω του ΣΦΕΕ, έχει μειοψηφική παρουσία στην Επιτροπή Τιμών, η οποία σήμερα έχει καταργηθεί, και οι εκπρόσωποί του στηρίζουν αιτήματα των μελών που δεν είναι αντίθετα στους ισχύοντες νόμους και σε καμία περίπτωση δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ή να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις. Η ισχύουσα νομοθεσία δεν επιτρέπει αυξήσεις τιμών, εκτός αν πρόκειται για διόρθωση λαθών. Τυχόν ανοδικές αναπροσαρμογές τιμών γίνονται σπάνια για λόγους δημόσιας υγείας (κυρίως λόγω κινδύνου απόσυρσης μοναδικών φαρμάκων, ανάλογα με τη σοβαρότητα νόσων και την ύπαρξη εναλλακτικών θεραπειών).
Διαχρονικά η πολιτική υγείας περιορίζεται μόνο σε μειώσεις τιμών και, παρά τις επανειλημμένες επισημάνσεις των εταιρειών, συνεχίζουν να υπάρχουν φάρμακα που έχουν τιμή χαμηλότερη από την χαμηλότερη τιμή παραγωγού στην Ε.Ε., καταστρατηγώντας την ισχύουσα νομοθεσία και στρεβλώνοντας τον υγιή ανταγωνισμό. Πλέον υπάρχουν φάρμακα, γενόσημα και πολλά μη πρωτότυπα φάρμακα, που το κόστος τους είναι τόσο φθηνό, ώστε να καθίσταται έως και αδύνατη η συνέχιση της κυκλοφορίας τους στην αγορά. Το μοντέλο τιμολόγησης έχει στερέψει από εξοικονομήσεις και απλά διαιωνίζει τις στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα την απόσυρση 240 καταξιωμένων φαρμάκων από την αγορά τα τελευταία δύο χρόνια. Το κυριότερο, όμως, είναι πως η στρεβλή προς τα κάτω τιμολόγηση, δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους επάρκειας προϊόντων και αύξηση των επανεξαγωγών εισαγόμενων φαρμάκων, με αποτέλεσμα το συχνό φαινόμενο ελλείψεων στα φαρμακεία. Παράλληλα, την ώρα που ο κλάδος επιδιώκει να παρέχει τις βέλτιστες θεραπείες και το σύνολο των καινοτόμων φαρμάκων στους Έλληνες ασθενείς μέσω ενός σύγχρονου συστήματος αποζημίωσης φαρμάκων, ο πρόσφατος νόμος για δημιουργία Επιτροπής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (ΗΤΑ) δημιουργεί σημαντικά προβλήματα και καθυστερήσεις, αναφορικά με την πρόσβαση των ασθενών σε νέες αλλά και υπάρχουσες θεραπείες.
Κώδικας Δεοντολογίας
Από το 2002 έως σήμερα, οι εταιρείες έχουν προχωρήσει σε αυτορρύθμιση με τον Κώδικα Δεοντολογίας, που επικαιροποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα, τον Κώδικα Δεοντολογίας του Ευρωπαϊκού μας Συνδέσμου EFPIA και την εφαρμογή πολλών διαδικασιών και ελέγχων. Όλες οι επιστημονικές εκδηλώσεις, συνέδρια, κ.λπ. εγκρίνονται πρώτα από τον ΕΟΦ, ενώ ο ΣΦΕΕ επιβάλει αυστηρούς κανονισμούς, όπως την απαγόρευση να πραγματοποιούνται συνέδρια σε πολυτελείς χώρους (π.χ. θέρετρα, 5άστερα ξενοδοχεία εκτός πρωτευουσών νομών). Η σχέση των επαγγελματιών υγείας με τις φαρμακευτικές εταιρίες αποτελεί νόμιμη μορφή συνεργασίας όπως ισχύει και σε όλες τις χώρες του κόσμου. Προβλέπεται σε νόμο και εξασφαλίζει στους ασθενείς ότι τα φάρμακα που κυκλοφορούν είναι ασφαλή και οι επαγγελματίες υγείας είναι ενημερωμένοι. Οι αμοιβές των επαγγελματιών υγείας για παροχή επιστημονικών και συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τις φαρμακευτικές εταιρίες είναι καθ’ όλα νόμιμες βάσει αυστηρού πλαισίου δεοντολογίας (όπως ισχύει και σε όλες τις χώρες του κόσμου) και οι δαπάνες εκπαίδευσής τους έχουν συγκεκριμένο πλαφόν που προβλέπεται: α) από εγκύκλιο του ΕΟΦ, β) από Υπουργική απόφαση, και γ) από τον Κώδικα Δεοντολογίας. Επίσης, δημοσιοποιούνται και στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ, ήδη από ιδρύσεως της το 2010, στην ιστοσελίδα του ΕΟΦ και στην ιστοσελίδα της κάθε φαρμακευτικής εταιρίας. Οι ίδιες μάλιστα, πίεσαν για την ψήφιση του Ν. 4316/2014 περί Δημοσιοποίησης των παροχών των φαρμακευτικών εταιριών προς τους επαγγελματίες υγείας και τις επιστημονικές εταιρίες, ενώ παρέστησαν 2 φορές (Ιούνιο και Δεκέμβριο 2016) σε ακρόαση στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ώστε να διασφαλιστεί η πλήρης εφαρμογή του νόμου. Η τελική απόφαση της Αρχής περιόρισε το πεδίο εφαρμογής του νόμου μόνο σε παροχές που αφορούν σε προωθητικά συνέδρια.
Επενδύσεις στην Έρευνα και την Ανάπτυξη και ενίσχυση της Εθνικής Ανταγωνιστικότητας.
Η αλήθεια είναι ότι ο κλάδος αποτελεί μία ισχυρή Εθνική φαρμακευτική παραγωγική δύναμη, με πάνω από 150 εταιρίες και 28 εργοστάσια, απασχολώντας περισσότερες από 26.000 άμεσες και 86.000 έμμεσες θέσεις εργασίας, με το 64% να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όταν στο σύνολο της οικονομίας είναι 22,7%. Είναι η 3η εξαγωγική δύναμη της Ελλάδας εξάγοντας σε 141 χώρες, με επίδραση που αγγίζει τα €6 δις συνεισφέροντας κατά 3,5% στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας. Βασικό μοχλό ανάπτυξης και επιστημονικής και κοινωνικής προόδου αποτελεί τεκμηριωμένα η κλινική έρευνα, που είναι μια από τις πλέον παραγωγικές επενδύσεις, με εξαιρετικά υψηλή προστιθέμενη αξία για την πραγματική οικονομία. Σήμερα, η διεξαγωγή κλινικών μελετών στη χώρα μας, παρά τις πολλές γραφειοκρατικές δυσκολίες και τα αντικίνητρα, συνδέεται με την εισροή σημαντικών ιδιωτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό που αγγίζουν τα €80 εκατ. ετησίως με τη διεξαγωγή 2.265 κλινικών μελετών (2017). Στόχος των εταιρειών, είναι η Ελλάδα να προσελκύσει τις επενδύσεις που δικαιούται σε κλινική έρευνα και να τις τριπλασιάσει σε βάθος τριετίας, φτάνοντας και τα €250 εκ. το χρόνο.