Οι δημοσκοπήσεις ήταν εξ'αρχής ισχυρό πολιτικό ατού στα χέρια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Από τότε που ανέλαβε την ηγεσία της ΝΔ, τον Ιανουάριο του 2016, τον έφεραν προηγούμενο του μεγάλου του αντιπάλου Αλέξη Τσίπρα (παράδοξο καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επικρατήσει τον Σεπτέμβριο του 2015 με 7 μονάδες διαφορά της ΝΔ) και καθ' όλη τη διάρκεια της αντιπολίτευσης η διαφορά διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα.
Του Δημήτρη Κυριακόπουλου
Οι δημοσκοπικές επιδόσεις, έδωσαν τη δυνατότητα στον Κ. Μητσοτάκη αφενός να κλείσει το εσωκομματικό μέτωπο, το οποίο στην αρχή ήταν θερμό και αφετέρου να δημιουργήσει την εικόνα του εν δυνάμει πρωθυπουργού, ιδιαίτερα σημαντική τόσο στο κρίσιμο τμήμα του εκλογικού σώματος, που τείνει να υποστηρίζει τον πιό πιθανό νικητή, όσο και σε επιχειρηματικά, οικονομικά και μιντιακά κέντρα, τα οποία τάχθηκαν αναφανδόν στο πλευρό του.
Μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ τον Ιούλιο του 2019, οι δημοσκοπήσεις ανέβασαν τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ σταθερά σε διψήφιο αριθμό, με την πλειονότητά τους να την τοποθετούν, μέχρι σήμερα, μεταξύ 14 και 18 μονάδων. Ακόμα και σε ολοφάνερα πολύ κακές μέρες για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας να φουντώνει, δημοσκοπικά εμφανίζεται να μην υφίσταται φθορά. Όπως κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, από τις αρχές Νοεμβρίου, με χιλιάδες θύματα και σειρά κυβερνητικών σφαλμάτων και παραλείψεων.
Και κάπου εδώ τελειώνουν τα ευχάριστα για τον Κ. Μητσοτάκη και τη ΝΔ. Οι δημοσκοπήσεις ακόμα και όταν χρησιμοποιούνται ως όπλο στο πολιτικό πεδίο και όχι ως εργαλείο καταγραφής των τάσεων της κοινής γνώμης, προσφέρουν αναμφίβολα πρόσκαιρο πλεονέκτημα στον ωφελούμενο και εν τέλει επηρεάζουν, αλλά δεν κρίνουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Δύο παραδείγματα, από το σχετικά κοντινό παρελθόν, για του λόγου το αληθές:
- Λίγο πριν τις πρώτες εκλογές του 2012 οι έρευνες έφερναν τη ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά γύρω στο 30%, το ΠΑΣΟΚ του Βαγγέλη Βενιζέλου στο 20% και τον ΣΥΡΙΖΑ τρίτο, να μην ξεπερνά το 10%. Τα αποτελέσματα ήταν τελείως διαφορετικά: ΝΔ 18%, ΣΥΡΙΖΑ 16% και ΠΑΣΟΚ 13%.
- Τον Ιανουάριο του 2015 οι δημοσκόποι τοποθετούσαν τη διαφορά ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ από 2 έως 4 μονάδες, πολύ μακριά από τις 8 μονάδες που έβγαλαν οι κάλπες.
Που σημαίνει ότι όταν σχηματισθεί ένα ρεύμα δεν ανακόπτεται από τα δημοσκοπικά φράγματα.
Επιπλέον, η κυβέρνηση κινδυνεύει να πέσει στον λάκκο που έσκαψε. Γιατί, με τις δημοσκοπικές υπερβολές και τη μιντιακή ομερτά, η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας και της πολιτικής ατιμωρησίας, τα κυβερνητικά στελέχη-με πρώτο τον πρωθυπουργό-γίνονται επιρρεπή σε λάθη, όπως αυτά των τελευταίων ημερών (Ικαρία, take away κλπ) και σε αλαζονικές συμπεριφορές, που προκαλούν τους δοκιμαζόμενους πολίτες. Παράλληλα, με την κυριαρχία της υπεροψίας, υποτιμάται ο αντίπαλος, με την έωλη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να ξαναψηφισθεί, ακόμα κι αν οι επιδόσεις της κυβέρνησης δεν είναι καλές.
Και σταγόνα, σταγόνα γεμίζει το ποτήρι της ανοχής. Όταν δε, ξεχειλίσει-ο χρόνος είναι απρόβλεπτος- και η δυσαρέσκεια μετατραπεί σε οργή και απόρριψη της κυβέρνησης, καμιά δημοσκόπηση, όσο φουσκωμένη κι αν είναι δεν θα μπορεί να αναστρέψει την κατάσταση. Άλλωστε, ποιός θα δίνει σημασία, σε ένα απαξιωμένο και αναξιόπιστο προϊόν;