Νέους προβληματισμούς θέτει η Morgan Stanley για τους στόχους που θέτει το πλάνο μείωσης των NPEs στις ελληνικές τράπεζες. Όπως εξηγεί σε τελευταίο της report, το βασικό σενάριο (δεσμεύσεις και στόχοι που έχουν τεθεί) δεν βοηθά ώστε να υπάρξει εισροή επενδυτών στους τραπεζικούς τίτλους, υπό τον φόντο μιας ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Στην μακροσκελή ανάλυση της κατά την οποία εξετάζονται τα σενάρια για την μείωση των NPEs και ο αντίκτυπος αυτών στις τράπεζες, η Morgan Stanley εκτιμά πως το κόστος της κεφαλαιακής ενίσχυσης που απαιτείται για να διατηρήσουν οι ελληνικές τράπεζες τον δείκτη CET1 στο 14% για τους επενδυτές θα είναι 11,1 δισ. ευρώ
Οι ιδιαίτερα φιλόδοξοι στόχοι ως το 2021 και η πιθανή "καταπόνηση" που θα επιφέρει στους τραπεζικούς ομίλους κάνει την Morgan Stanley να αφαιρεί τις τιμές στόχους για τις τέσσερις μετοχές και παραμένει με σύσταση «equal weight» και για τις 4 συστημικές τράπεζες.
Στον αντίποδα, πεποίθηση του γνωστού οίκου, είναι πως η δημιουργία μιας bad bank μπορεί να ξεκλειδώσει ένα «επενδυτικό story, καθώς θα επιτρέψει στον κλάδο να αξιοποιήσει κεφάλαιο για να επιταχύνει τη μείωση των NPEs,
Για την ώρα - όπως τονίζει - δεν είναι σε θέση να το κάνουν χωρίς να υπάρξει διάχυση (dilution) των υφιστάμενων μετόχων.
Κατά τα λοιπά, σε επιμέρους εκτιμήσεις:
- Η Morgan Stanley θεωρεί πως ΕΤΕ και Eurobank έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες να πιάσουν τους στόχους για την μείωση των NPEs. Αυτό εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της υψηλότερης κάλυψης NPEs και της χαμηλότερης ζημιάς ως ποσοστό των προ προβλέψεων εσόδων που έχουν οι δυο πρώτες έναντι των Τρ. Πειραιώς και Alpha Bank.
- Στο βασικό σενάριο το κόστος κινδύνου (cost of risk) παραμένει υψηλό και η πώληση δανείων ακριβή. Με βάση αυτό υποστηρίζει ότι αυτό το σενάριο προσφέρει λίγες δυνατότητες να παιχτεί η ελληνική ανάκαμψη μέσω των τραπεζών καθώς οι επενδυτές βρίσκονται αντιμέτωποι με πιεσμένες αποδόσεις τα επόμενα τρία χρόνια.
- Οι διαγραφές και οι πωλήσεις είναι τα βασικά "εργαλεία" κατά τα οποία οι τράπεζες μπορούν να έρθουν πιο κοντά στους στόχους. Ο οίκος είναι επιφυλακτικός για τη συνεισφορά της οργανικής μείωσης των NPEs και περιμένει η τελευταία να συνεισφέρει μόνο 12% από τα 49 δισ. ευρώ.