Τον Αύγουστο θα κλείσει αισίως ένας 8ετής κύκλος εξάρτησης από το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους εταίρους μας, που έγιναν κατ’ ανάγκη και οι αποκλειστικοί δανειστές μας αυτήν περίοδο της δημοσιονομικής κρίσης και των παρενεργειών της.
Η χώρα θα μπορεί πλέον να απευθύνεται στις αγορές, αντί να δανείζεται από επίσημους πιστωτές υπό καθεστώς αυστηρής εποπτείας.
Η κυβέρνηση επέμεινε σε «καθαρή» έξοδο από τα μνημόνια, χωρίς προληπτική πιστωτική γραμμή - που ουσιαστικά θα έδινε παράταση στο καθεστώς οικονομικής επιτροπείας. Θα έχει λοιπόν περισσότερη ελευθερία στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής.
Θα βρίσκεται όμως υπό την άγρυπνη επιτήρηση των αγορών. Οι οποίες όταν διαφωνούν ή δεν πείθονται, δεν μπαίνουν σε πολιτικές διαπραγματεύσεις. Απλώς αποσύρουν κεφάλαια, ή ζητούν υψηλότερες αποδόσεις –ανάλογες του εκτιμώμενου ρίσκου.
Στη νέα περίοδο που αρχίζει, η χώρα θα βγει ενδεχομένως στις αγορές χωρίς το ΔΝΤ ή/και η ΕΚΤ να έχουν πιστοποιήσει τη βιωσιμότητα του χρέους της. Αυτό λοιπόν που θα μετρήσει τελικά για να αποκατασταθεί μια καλή σχέση με την αγορά ομολόγων, θα είναι η αυτοπειθαρχία της πολιτικής μας τάξης σε συνετή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική.
Κάθε ένδειξη επαναφοράς κακών πρακτικών του παρελθόντος θα οδηγεί σε αύξηση του κόστους δανεισμού, ή και σε δυσκολία άντλησης των εκάστοτε αναγκαίων ποσών.
Οι πολιτικοί μας δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι η αγορά ομολόγων έχει τον τρόπο της να τρομάζει ακόμη και τις ισχυρότερες κυβερνήσεις. Όπως έλεγε ο Τζέιμς Κάρβιλ, πολιτικός σύμβουλος του Μπιλ Κλίντον: «Παλιά σκεφτόμουν ότι, αν υπάρχει μετεμψύχωση, θα ήθελα να ξαναγυρίσω στη ζωή ως πρόεδρος, Πάπας, ή πρωταθλητής του μπέιζμπολ. Αλλά τώρα θα ήθελα να επιστρέψω ως αγορά ομολόγων. Μπορεί να τρομοκρατεί τους πάντες».
ΝΩΝΤΑΣ ΧΑΛΔΟΥΠΗΣ