Τα περισσότερα φάρμακα περιέχουν τουλάχιστον μια αδρανή ουσία (έκδοχο) που μπορεί να προκαλέσει αλλεργία, γαστρεντερικά προβλήματα ή άλλη ανεπιθύμητη αντίδραση σε ορισμένους ευαίσθητους ασθενείς, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Κάθε φάρμακο περιέχει ενεργά και μη συστατικά: τα πρώτα θεραπεύουν, ενώ τα δεύτερα όχι, απλώς λειτουργούν βοηθητικά για το κυρίως φάρμακο.
Τα έκδοχα προστίθενται στα φάρμακα, πέρα από τη δραστική ουσία τους, για να βελτιώσουν τη γεύση και την εμφάνισή τους, να παρατείνουν την ημερομηνία λήξης τους, να βελτιώσουν την απορροφητικότητα τους από τον οργανισμό και άλλους λόγους.
Η νέα μελέτη αναδεικνύει ένα μάλλον παραγνωρισμένο πρόβλημα: τα θεωρούμενα αδρανή συστατικά (έκδοχα) δεν είναι και τόσο αδρανή σε μερικούς τουλάχιστον πιο ευαίσθητους ανθρώπους. Σύμφωνα με την έρευνα, το 93% των φαρμάκων που λαμβάνονται από το στόμα (χάπια και κάψουλες), περιέχουν κάποια αλλεργιογόνα ουσία όπως λακτόζη (υπάρχει σχεδόν στο 45% των χαπιών), φρουκτόζη, γλουτένη, ζελατίνη, χημικές χρωστικές ουσίες (υπάρχουν στο 33% των χαπιών), φυστικέλαιο (στο 0,08%) κ.α. Αυτά τα έκδοχα μπορούν να πυροδοτήσουν είτε κανονικές αλλεργικές αντιδράσεις όπως εξανθήματα, δύσπνοια και αναφυλαξία, είτε συμπτώματα δυσανεξίας όπως φούσκωμα και στομαχόπονο, π.χ. σε ανθρώπους με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή γαστρεντερολογίας Τζιοβάνι Τραβέρσο του Πανεπιστημίου ΜΙΤ και του Νοσοκομείου Brigham & Women's της Βοστώνης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό "Science Translational Medicine", ανέλυσαν στοιχεία για τα έκδοχα σε 42.000 χάπια, τα οποία περιείχαν συνολικά περίπου 354.600 μη δραστικά συστατικά.
Οι επιστήμονες υπολόγισαν ότι σε ένα μέσο χάπι μόνο το 29% του βάρους του αφορά τη δραστική θεραπευτική ουσία, ενώ το υπόλοιπο 71% αφορά τα έκδοχα. Σε μερικές περιπτώσεις τα μη δραστικά συστατικά μπορούν να φθάσουν ακόμη και το 99% ενός χαπιού. Κατά μέσο όρο ένα χάπι περιέχει τουλάχιστον οκτώ διαφορετικά έκδοχα, ενώ μπορεί να φθάνει και τα 35.
Συχνά οι πληροφορίες που συνοδεύουν το φάρμακο, αναγράφουν τα έκδοχα, αλλά όχι σε ποιές ποσότητες περιέχονται. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι φαρμακοβιομηχανίες μπορούν να διαλέξουν ανάμεσα σε περίπου 1.000 αδρανή συστατικά για να τα χρησιμοποιήσουν ως έκδοχα στην παρασκευή των χαπιών. Από αυτά, τα 38 είναι γνωστά αλλεργιογόνα.
Μολονότι τα περισσότερα έκδοχα δοκιμάζονται κατά πόσο είναι τοξικά και έχει διαπιστωθεί ότι δεν έχουν κάποια σοβαρή επίπτωση στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, οι τοξικολογικοί έλεγχοι μπορεί να παραβλέπουν μικρότερες παρενέργειες σε μικρότερο μέρος του πληθυσμού (άγνωστο πόσο μεγάλο), σύμφωνα με την έρευνα.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το πρόβλημα μπορεί να είναι μεγαλύτερο για τους ανθρώπους άνω των 65 ετών, το 30% των οποίων παίρνουν τουλάχιστον πέντε χάπια τη μέρα, συνεπώς αλλεργιογόνες ουσίες από τα έκδοχα πιθανώς συσσωρεύονται στον οργανισμό τους.
Από την άλλη, αρκετοί δεν πείθονται ότι τα αδρανή συστατικά συνιστούν όντως πρόβλημα. Όπως είπε ο αλλεργιολόγος-ανοσολόγος δρ Τζον Κέλσο του Ινστιτούτου Scripps της Καλιφόρνια, «αντιδράσεις τέτοιου είδους είναι αρκετά σπάνιες. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ποσότητα του έκδοχου μέσα το φάρμακο δεν είναι επαρκής για να πυροδοτήσει μια αλλεργική αντίδραση». Για παράδειγμα, όπως είπε, η ποσότητα πρωτεΐνης από αυγά μέσα στο αντιγριπικό εμβόλιο δεν είναι αρκετή για να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση στους ανθρώπους με σοβαρή αλλεργία στα αυγά.
Ο δρ Τραβέρσο αντέτεινε ότι «ενώ αποκαλούμε αδρανείς αυτές τις ουσίες, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι. Αν και οι δόσεις τους μπορεί να είναι χαμηλές, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν ξέρουμε ποιο είναι το 'κατώφλι' που μπορεί να αντιδράσουν οι άνθρωποι».
Γι' αυτό, όπως ανέφερε, οι φαρμακευτικές εταιρείες πρέπει να δίνουν περισσότερες πληροφορίες για τα έκδοχα που περιέχουν τα χάπια και οι κάψουλες τους, έτσι ώστε τόσο οι γιατροί που τα συνταγογραφούν, όσο και οι ασθενείς, να είναι καλύτερα ενημερωμένοι.
Επίσης, εξέφρασε την ελπίδα ότι στο μέλλον οι εταιρείες θα αναπτύξουν εναλλακτικά χάπια για άτομα με μεγάλη ευαισθησία σε ορισμένες ουσίες και με κίνδυνο αλλεργίας. Γι' αυτό, όπως είπε, το θέμα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω με κλινικές δοκιμές.
Δείτε την πρωτότυπη επιστημονική δημοσίευση στη διεύθυνση: http://stm.sciencemag.org/content/11/483/eaau6753