Επιχειρήσεις

Μισθωτοί και «μπλοκάκια»


Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εγκυκλίου που εξέδωσε το Υπουργείο Εργασίας (Φ.80000/οικ.2460/106), αλλά και της σχετικής εγκυκλίου του ΕΦΚΑ (ΔΙΕΙΣΦΜΜ/26/87160), εφόσον το εισόδημα προέρχεται από την άσκηση διαρκούς -και όχι ευκαιριακής- επαγγελματικής δραστηριότητας και μόνο από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά), προκύπτει ουσιαστικά αποκλειστικότητα ως προς το/τα πρόσωπο/α που αποδέχεται/ονται τις σχετικές υπηρεσίες. Κατ’ επέκταση, οι εργαζόμενοι – ασφαλισμένοι με έναν ή το πολύ δύο εργοδότες υποχρεούνται εφεξής κάθε μήνα να δηλώνουν στο μπλοκάκι τη σχέση εργασίας τους που υποδηλώνει μισθωτή απασχόληση.

Από την ανωτέρω διατύπωση καθίσταται, κατ’ αρχάς, ιδιαιτέρως δυσχερής και «προβληματικός», από νομική σκοπιά, ο διαχωρισμός μεταξύ διαρκούς και ευκαιριακής απασχόλησης, αφού, από τα ανωτέρω κείμενα, δεν καθορίζεται κανένα απολύτως ασφαλές κριτήριο στον εργαζόμενο με ΔΠΥ (αλλά ούτε και στον ΕΦΚΑ που θα κληθεί να «επικυρώσει» τον χαρακτήρα της απασχόλησης), ώστε να προβεί στην ορθή υπαγωγή των δεδομένων της εργασίας του. Δευτερευόντως, η ανωτέρω ρύθμιση αναμένεται να προκαλέσει κλίμα διχόνοιας, διότι θα πρέπει εκ των προτέρων να «πειστεί» ο «αντισυμβαλλόμενος» του εργαζόμενου με μπλοκάκι να αναλάβει υπεύθυνα το μέρος της εισφοράς που του αναλογεί, προσθέτοντας στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ), την οποία θα πρέπει να υποβάλλει κάθε μήνα στον ΕΦΚΑ, τη σχέση εργασίας με τον εργαζόμενο με μπλοκάκι.

Εάν ο εργοδότης, για οποιονδήποτε λόγο, αρνηθεί να προβεί στη σχετική καταχώρηση στην ΑΠΔ (είτε επειδή θα διαφωνεί με το «διαρκή» χαρακτήρα της σχέσης, είτε επειδή το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών θα είναι ασύμφορο), ο εργαζόμενος θα πρέπει να καταγγείλει τη συγκεκριμένη άρνηση στον ΕΦΚΑ και να προσκομίσει τα απαιτούμενα αποδεικτικά στοιχεία. Έως ότου, όμως, τα αρμόδια όργανα του ΕΦΚΑ αποφανθούν οριστικά για τη σχέση εργασίας, ο ασφαλισμένος θα επιβαρύνεται με το σύνολο της ασφαλιστικής εισφοράς, ως μη μισθωτός, δηλαδή θα καλείται να πληρώσει το 20% του εισοδήματός του.  Μοναδική περίπτωση, όπου ο εργοδότης δεσμεύεται να καταβάλλει το μέρος της εισφοράς που του αναλογεί, είναι εάν απασχολεί κάποιον εργαζόμενο ως μισθωτό και του χορηγεί πρόσθετη αμοιβή, για την οποία ο εργαζόμενος χρησιμοποιεί μπλοκάκι.

Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων, είναι ξεκάθαρο ότι πολλές επιχειρήσεις που απασχολούν εργαζόμενους αποκλειστικώς με μπλοκάκι ή τους ασφαλίζει ως μισθωτούς και ταυτοχρόνως τους χορηγεί επιπρόσθετη αμοιβή με ΔΠΥ εισέρχονται σε έναν βαθύ προβληματισμό, για τον οποίο παρατηρητέα είναι τα ακόλουθα:

1.    Μπροστά στο ενδεχόμενο να δρομολογηθούν χρονοβόρες διοικητικές διαδικασίες και δικαστικές διαμάχες, απαιτείται, κατά τη γνώμη μας, να υπάρξει, σε πρώτη φάση, το συντομότερο δυνατόν ένας ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος μεταξύ «αντισυμβαλλομένων»  και εργαζομένων, με σκοπό την ορθολογική αποτίμηση του νέου πλαισίου εισφορών και των οικονομικών του επιπτώσεων στην επιχείρηση. Στόχος της αποτίμησης αυτής θα πρέπει να είναι, σε κάθε περίπτωση, η διάσωση όλων των θέσεων απασχόλησης, με τη λήψη κάθε κατάλληλου και πρόσφορου μέτρου από την πλευρά της επιχείρησης.
2.    Στην περίπτωση των μισθωτών μιας επιχείρησης που διαθέτουν παράλληλα και μπλοκάκι (εισπράττοντας επιπρόσθετη αμοιβή από εκείνη), δέον είναι η επιχείρηση να σκεφθεί πολύ σοβαρά να επωμισθεί το βάρος των εισφορών για λογαριασμό τους.
3.    Στην περίπτωση των εργαζομένων με μπλοκάκι, πρέπει και εδώ η επιχείρηση να εξαντλήσει, σε πρώτη φάση, κάθε δυνατότητα επιμερισμού των εισφορών (13,33%) με τους εργαζόμενους (6,67%), αναγνωρίζοντας το χαρακτήρα της απασχόλησης, ως μισθωτής, αυστηρώς σε εκείνους που πράγματι εμφανίζουν το ζητούμενο στοιχείο της «διάρκειας».
4.    «Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος» θα πρέπει να θεωρηθεί, σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση, ως προς τον επιμερισμό των εισφορών, του εργαζομένου με μπλοκάκι, ο οποίος εμφανώς διατηρεί «χαλαρή» σχέση με τον εργοδότη ως προς τις υπηρεσίες που παρέχει,
5.    Εάν η απασχόληση κάποιων εργαζομένων με μπλοκάκι «κινείται» στο όριο μεταξύ «διαρκούς» και «ευκαιριακής», εκτιμούμε ότι η προσφυγή στα αρμόδια όργανα του ΕΦΚΑ για την επίλυση της διαφοράς είναι μονόδρομος.
6.    Η πρακτική της μετακύλισης εκ μέρους του εργοδότη του κόστους των εισφορών στις μισθολογικές αποδοχές του εργαζομένου (μείωση μισθού έως και 22%), προκειμένου να αποφύγει το βάρος των εισφορών (13,33%) σε περίπτωση αποδεδειγμένης μισθωτής εργασίας είναι κατακριτέα, αλλά και νομικά ελεγκτέα, ως μονομερής ενέργεια, σε κάθε περίπτωση. Η αναπροσαρμογή, ωστόσο, των όρων της εργασιακής σχέσης και, κατ’ επέκταση, η μεταβολή του υπόχρεου προς καταβολή κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών, εφόσον αποτελεί προϊόν ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο μερών (εργαζομένου-«αντισυμβαλλόμενου»-εργοδότη), αποτελεί ανεξάρτητο ζήτημα και τελεί υπό συζήτηση.

Σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος του νομικού συμβούλου στο να «φωτίσει» τις «γκρίζες ζώνες» μεταξύ εξαρτημένης εργασίας και παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών εμφανίζεται πιο επιτακτικός από ποτέ.