Λίγο πριν αρχίσουν οι διαβουλεύσεις στη σύνοδο ΥΠΟΙΚ του G7, στο Μπάρι, για το ελληνικό χρέος, το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει ότι απορρίπτει «μαγειρέματα», που προτείνονται από το Βερολίνο, με σκοπό να αποφύγει η Γερμανία να δεσμευθεί για μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που έχουν υψηλό κόστος για τους Ευρωπαίους δανειστές.
Απαντώντας σε αλλεπάλληλες ερωτήσεις δημοσιογράφων για το θέμα, ο εκπρόσωπος του Ταμείου, Γουίλιαμ Μάρεϊ, ξεκαθάρισε τους όρους που θέτει το ΔΝΤ για να μπει σε ένα νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης της Ελλάδας: «δεν μπορούμε να πάμε στο Συμβούλιο, αν δεν έχουμε κάτι που θα περιλαμβάνει μια αξιόπιστη στρατηγική για τη βιωσιμότητα του χρέους».
Η δήλωση αυτή αποτελεί επανάληψη της πάγιας θέσης του Ταμείου, που έχει εκφρασθεί από τον Πόουλ Τόμσεν και την Κριστίν Λαγκάρντ. Είναι σημαντικό, όμως, ότι διατυπώνεται τώρα, καθώς βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η πρόταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας να αγοράσει (εξοφλήσει) όλα τα εκκρεμή δάνεια του Ταμείου προς την Ελλάδα, ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ.
Η πρόταση αυτή εμφανίζεται ως μια ιδέα για να ελαφρυνθεί το ελληνικό χρέος, καθώς τα δάνεια του ESM έχουν πολύ χαμηλότερο κόστος από αυτά του ΔΝΤ. Όμως, πίσω από την πρόταση κρύβεται ένας τακτικός ελιγμός της Γερμανίας, για να αποφύγει τις πιέσεις του Ταμείου να ληφθούν σοβαρά μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
Το Ταμείο έχει ξεκαθαρίσει ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να διασφαλισθεί με τα «ασθενή» μέτρα που περιλαμβάνονται στο ανακοινωθέν Μαΐου 2016 του Eurogroup, όπως θα ήθελε η Γερμανία, αλλά θα πρέπει να δεσμευθούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι θα χρησιμοποιηθούν και εργαλεία υψηλού κόστους για τους δανειστές, που σχετίζονται με τη μετάθεση πληρωμών τόκων και την επιβολή «πλαφόν» στο επιτόκιο.
Για αυτά τα μέτρα, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών εκπόνησε ειδική έκθεση, που αφέθηκε να διαρρεύσει στο γερμανικό Τύπο, η οποία υπολογίζει σε δυσθεώρητα ύψη τα κόστη για τους δανειστές και δικαιολογεί την απόρριψή τους από τον Β. Σόιμπλε.
Προκειμένου να ξεφύγει από την πίεση του ΔΝΤ, η Γερμανία, μέσω του ESM, φέρνει σε πρώτο πλάνο την πρόταση για αγορά του ελληνικού χρέους προς το Ταμείο, δια της οποίας θα «μηδενισθεί» η έκθεσή του στην Ελλάδα, ώστε να εγκριθεί ένα νέο πρόγραμμα 3-4 δισ. ευρώ.
Αν το ποσό του νέου δανείου είναι τόσο χαμηλό, όσο περίπου είναι και η συμμετοχή της Ελλάδας στο κεφάλαιο του Ταμείου, και αν συνδυασθεί αυτό το χαμηλό ποσό με κάποιες πρόσθετες εγγυήσεις αποπληρωμής από την Ευρώπη (π.χ, με δέσμευση των ποσών που θα λάβει η Ελλάδα για την επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα), η Γερμανία εκτιμά ότι οι κίνδυνοι για το Ταμείο εκμηδενίζονται, άρα δεν είναι απαραίτητο να γνωμοδοτήσουν οι υπηρεσίες του ότι είναι βιώσιμο το χρέος.
Αν δεν είναι απαραίτητη μια «καθαρή» ανάλυση βιωσιμότητας, η Γερμανία ευελπιστεί ότι θα αποφύγει να αναλάβει δεσμεύσεις για «ακριβά» μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και το πρόβλημα θα «κουκουλωθεί» με μια απόφαση που απλώς θα αναλύει σε μεγαλύτερο βάθος τα ημίμετρα, που είχαν συμφωνηθεί πέρυσι.
Το Ταμείο φαίνεται, όμως, ότι δεν προτίθεται να διευκολύνει με τον τρόπο αυτό την Γερμανία, αλλά ανεξάρτητα από τον τρόπο που θα ρυθμισθούν τα χρέη της Ελλάδας προς το ΔΝΤ απαιτεί να λάβει από τους Ευρωπαίους μια πλήρη λίστα με τα μέτρα που θεωρεί απαραίτητα για να γίνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, το Ταμείο απορρίπτει και την άλλη «μεσοβέζικη» πρόταση της Γερμανίας, που προβλέπει να αντιμετωπισθεί σε αυτή την φάση το πρόβλημα της βιωσιμότητας με ορίζοντα το 2030 και να ληφθούν πρόσθετα μέτρα για την περίοδο ως το 2060 πολύ αργότερα και υπό τον όρο ότι θα εκπληρώνει κάποιες δεσμεύσεις η Ελλάδα.
Και αυτή η ιδέα αντιμετωπίζεται αρνητικά από το Ταμείο, καθώς εκτιμάται ότι θα επικριθούν οι υπηρεσίες του για πολιτικό «μαγείρεμα» της ανάλυσης βιωσιμότητας, ενώ το κόστος δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές θα είναι υψηλό, στην περίπτωση που η βιωσιμότητα του χρέους συνδεθεί με όρους και μετατεθεί στο μέλλον.