Με μικτά πρόσημα έκλεισαν, απόψε, οι ευρωαγορές, ενώ τα μακροοικονομικά και οι προβλέψεις για την ανάκαμψη βρίσκονται στο επίκεντρο.
Τα μεγάλα χρηματιστήρια της Γηραιάς Ηπείρου σημείωσαν οριακές διαφοροποιήσεις, καθώς ο υπουργός Οικονομικών της Μ. Βρετανίας, Ρίσι Σουνάκ, ανακοίνωσε σήμερα τις προβλέψεις από την αρμόδια υπηρεσία κατάρτισης του προϋπολογισμού OBR, σημειώνοντας ότι η οικονομία πιθανόν να αναπτυχθεί κατά 4% το 2021, λιγότερο από την πρόβλεψη του 5,5% που έγινε τον Νοέμβριο. Για τα επόμενα χρόνια, το OBR προβλέπει ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) θα αυξηθεί κατά 7,3%, 1,7% και 1,6% το 2022, 2023 και 2024 αντίστοιχα. Τον Νοέμβριο, το OBR είχε προβλέψει ότι η ανάπτυξη αυτά τα χρόνια θα ήταν 6,6%, 2,3% και 1,7%. Ο Σουνάκ δεσμεύθηκε να κάνει «ό,τι χρειαστεί», συμπεριλαμβανομένης της πεντάμηνης παράτασης του προγράμματος διάσωσης θέσεων εργασίας, προκειμένου να κατευθύνει την οικονομία κατά τους τελευταίους, όπως ελπίζει, μήνες των περιοριστικών μέτρων. Ο ίδιος τόνισε ότι η οικονομία θα παραμείνει κατά 3% μικρότερη σε πέντε χρόνια απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς τη ζημία που επέφερε η κρίση του κορονοϊού και τώρα χρειάζεται επιπλέον στήριξη καθώς η χώρα τελεί υπό περιορισμούς λόγω της πανδημίας. Μεταξύ των νέων μέτρων στήριξης είναι η πεντάμηνη παράταση του τεράστιου προγράμματος διάσωσης θέσεων εργασίας καθώς και περισσότερη βοήθεια για τους αυτοαπασχολούμενους, η συνέχιση της έκτακτης αύξησης στις πληρωμές πρόνοιας καθώς και η παράταση της μείωσης του ΦΠΑ για τον κλάδο της φιλοξενίας. «Πρώτον, θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να στηρίξουμε τους Βρετανούς και τις επιχειρήσεις σε αυτή την ώρα της κρίσης», δήλωσε ο Σουνάκ στο Κοινοβούλιο. «Δεύτερον, μόλις βρεθούμε σε πορεία ανάκαμψης, θα χρειαστεί να αρχίσουμε να διορθώνουμε τα δημόσια οικονομικά --και θέλω σήμερα να είμαι ειλικρινής για τα σχέδιά μας αναφορικά με αυτό. Και τρίτον, στον σημερινό Προϋπολογισμό ξεκινάμε να εργαζόμαστε για την οικοδόμηση της μελλοντικής μας οικονομίας».
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ αναμένεται να συμφωνήσει σε σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών του κορονοϊού με τους επικεφαλής των κρατιδίων.
Ο τελικός σύνθετος δείκτης υπευθύνων προμηθειών (PMI), τον οποίο καταρτίζει η εταιρία IHS Markit και ο οποίος θεωρείται καλό βαρόμετρο για την πορεία της οικονομίας, αυξήθηκε στις 48,8 μονάδες τον Φεβρουάριο από τις 47,8 του Ιανουαρίου, υψηλότερα από την αρχική εκτίμηση των 48,1 μονάδων αλλά πιο κάτω από το όριο των 50 μονάδων που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση. Ο δείκτης PMI για τον κυρίαρχο τομέα των υπηρεσιών, που επηρεάστηκε και περισσότερο από τα περιοριστικά μέτρα, αυξήθηκε τον περασμένο μήνα στις 45,7 από τις 45,4 μονάδες του Ιανουαρίου και συγκριτικά με τις 44,7 μονάδες της αρχικής εκτίμησης αν και παρέμεινε κάτω από το όριο των 50 μονάδων. Η ευρωπαϊκή εκστρατεία ανοσοποίησης σημαδεύτηκε από μειώσεις στις υποσχεθείσες ποσότητες εμβολίων, από καθυστερήσεις στην κυκλοφορία τους καθώς και από κάποιες κοινωνικές αντιδράσεις. Ωστόσο υπάρχουν προσδοκίες ότι αυτά θα επιλυθούν και ο σύνθετος δείκτης μελλοντικής παραγωγής, που μετρά το κλίμα αισιοδοξίας, ανέκαμψε στις 67,0 από τις 64,2 μονάδες.
Την ίδια ώρα, η αδυναμία στις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων προσέφερε στήριξη στις μετοχές στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές.
H Merck & Co Inc θα βοηθήσει στην παραγωγή του εμβολίου κατά της COVID-19 της ανταγωνιστικής της Johnson & Johnson (J&J), ώστε να επιταχυνθεί η αργή σε σχέση με τις αρχικές υποσχέσεις παραγωγή του εμβολίου της μιας δόσης, όπως δήλωσε χθες, Τρίτη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Ειδικότερα, ο Stoxx Europe 600 τερμάτισε σχεδόν αμετάβλητος περίπου στις 413.42 μονάδες.
Ο Euro Stoxx 50 έκλεισε στις 3,712.65 μονάδες, με άνοδο 0.13%.
Παράλληλα, ο βρετανικός FTSE 100 άγγιξε τις 6,672.26 μονάδες, ανεβαίνοντας 0.88%.
Ο γερμανικός DAX κινήθηκε στις 14,079.2 μονάδες, με άνοδο 0.28%.
Ο γαλλικός CAC 40 όντας στις 5,830.06 μονάδες, ενισχύθηκε 0.35%.
Ο ιταλικός FTSE MIB έφτασε στις 23,050.5 μονάδες, με πτώση 0.14%.
Κλείνοντας, ο ισπανικός IBEX 35 βρέθηκε στις 8,331 μονάδες, χάνοντας 0.3%.