Το 27,3% των Ελλήνων καπνίζει καθημερινά σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας, με αφορμή την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Έρευνας Υγείας που παρουσίασε η Εθνική Στατιστική Αρχή, και έρχεται να επισημάνει ότι η πρόληψη είναι ο πιο σημαντικός από τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν τις καπνιστικές συνήθειες των Ελλήνων σήμερα.
Το ποσοστό αυτό είναι εμφανώς μειωμένο σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έρευνα του 2009, που έγινε από την ίδια Αρχή και με την ίδια μεθοδολογία, σημειώνοντας πτώση από το 31,9% (ποσοστιαία πτώση 14,4%).
Το αισιόδοξο μήνυμα για τα αποτελέσματα της πρόληψης στη χώρα μας υπογραμμίζεται και με την αντίστοιχη μείωση από 6% σε 5,2% του ποσοστού των ευκαιριακών καπνιστών (ποσοστιαία πτώση 13,3%). Επιπροσθέτως, το 15,8% των ερωτηθέντων έχει διακόψει το κάπνισμα εδώ και περισσότερους από έξι μήνες, ανεβάζοντας το ποσοστό των μη καπνιστών στο 67,5%.
Σε ό,τι αφορά την ηλικία έναρξης του καπνίσματος, τα αποτελέσματα δηλώνουν ότι η πρόληψη σε νεαρές ηλικίες είναι απαραίτητη, καθώς το 42,5% ξεκίνησε να καπνίζει από 15 έως 18 ετών και το 39% από 19 έως 25 ετών.
Σύμφωνα με την έρευνα και η ημερήσια κατανάλωση τσιγάρων από κάθε καπνιστή έχει μειωθεί σημαντικά.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, ο καθηγητής Παναγιώτης Μπεχράκης, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, επισημαίνει:
«Η μείωση των καπνιστών δεν είναι μόνο μεγάλη, αλλά και ιδιαίτερα σημαντική, γιατί δικαιώνει τις μακροχρόνιες προσπάθειες στον τομέα της πρόληψης, με παρεμβάσεις στους μαθητές και στον εκπαιδευτικό μηχανισμό της χώρας. Σχετικά με το κάπνισμα στις μικρές ηλικίες (16-24 ετών) παρατηρείται μείωση των καπνιστών κατά 33,3%.Το σύνθημα μας "Παιδεία για έναν Κόσμο χωρίς Κάπνισμα" έχει αρχίσει να φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα».
Η συνολική ετήσια κατανάλωση τσιγάρων εμφανίζει μείωση κατά 45,3% στην Ελλάδα από το 2007 μέχρι σήμερα. Όμως, ιδιαίτερα αρνητικά ήταν τα αποτελέσματα σχετικά με την έκθεση των Ελλήνων στο παθητικό κάπνισμα, όπου κατά το τελευταίο εξάμηνο, αποδεικνύεται ότι γίνεται ανεξέλεγκτη χρήση προϊόντων καπνού σε κλειστούς χώρους, όπως καφέ-μπαρ (86%) κι εστιατόρια (83%).
Ο κ. Μπεχράκη, στο σημείο αυτό, αναφέρει: «Η έκθεση στο παθητικό κάπνισμα αποτελεί μια σκληρή και πολύ διαδεδομένη μορφή βίας στη χώρα μας. Η εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για την προστασία της δημόσιας υγείας, ιδίως παιδιών, εγκύων γυναικών και ευπαθών ομάδων, όπως ασθενών με άσθμα, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακά νοσήματα, ΧΑΠ, κάθε μορφή καρκίνου κ.ά. Τελικά, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού αποκλείεται ρατσιστικά από τους χώρους εστίασης και διασκέδασης λόγω μιας ανεξήγητης "αδυναμίας" του κρατικού μηχανισμού να εφαρμόσει τους νόμους του. Η Ελλάδα εμφανίζει μια ακατανόητα τριτοκοσμική συμπεριφορά στο θέμα αυτό».
Το Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας, ACG, συνεχίζει το πρόγραμμα που ξεκίνησε το 2010 το Ίδρυμα Μπεχράκη, σε συνεργασία με τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Harvard, υπό τη διεύθυνση του Δρ Παναγιώτη Μπεχράκη της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας και, παλαιότερα, αναπληρωτή καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Ο πρωταρχικός στόχος του Ινστιτούτου είναι η μείωση του καπνίσματος στην Ελλάδα, μέσα από ένα πολύπλευρο πρόγραμμα που περιλαμβάνει: εβδομαδιαία εκπαίδευση για παιδιά σχολικής ηλικίας σε τρεις πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Τεγέα), έρευνα κι επιστημονικές δημοσιεύσεις, παρουσιάσεις από διακεκριμένους ομιλητές σε ποικιλία θεμάτων που σχετίζονται με τον καπνό και με άλλα θέματα σχετικά με τη δημόσια υγεία, χορηγίες συνεδρίων (συνήθως χωρίς συνδρομή) και παραγωγή ενημερωτικού υλικού για τη δημόσια προσφορά.