Ο Εμάνουελ Ραντνίσκι (Emmanuel Radnitzky) γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ το 1890. Όταν μετακόμισε στο Μπρούκλιν το 1911, ο πατέρας του υιοθέτησε το επώνυμο "Ray" και ο Εμάνουελ πήρε το υποκοριστικό "Man".
Σπούδασε ζωγραφική και συνάντησε τον Μαρσέλ Ντυσάν το 1915, ο οποίος τον έφερε στον μικρό κύκλο των Ντανταϊστών της Νέας Υόρκης. Το 1920, απογοητευμένος από την αποτυχία της τρίτης έκθεσής του στη Daniel Gallery στη Νέα Υόρκη, ο Man Ray εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συμμετείχε στις δραστηριότητες της ομάδας των Ντανταϊστών «εγκαταλείποντας κάθε ελπίδα να φτάσει κάπου με τη ζωγραφική».
Ο μόδιστρος Πολ Πουαρέ τον ενθάρρυνε να εργαστεί ως φωτογράφος μόδας, καθώς τα περιοδικά Vogue, Femina και Vanity Fair αφιέρωναν ολοένα και περισσότερο χώρο στη φωτογραφία. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε εμπειρία, με λίγη εξάσκηση ο Man Ray κατέκτησε γρήγορα την τεχνική, δανείζοντας ένα «καλλιτεχνικό κύρος» στις εικόνες του που τις έκανε τόσο πρωτότυπες.
Οι αναθέσεις πολλαπλασιάστηκαν σύντομα και το 1933 έγινε φωτογράφος στο αμερικανικό περιοδικό Harper's Bazaar.
Αντισυμβατικές συνθέσεις με κίνηση, παιχνίδια σκιάς και φωτός, σολαριζασιόν και χρωματισμός ήταν μόνο μερικές από τις καινοτομίες που αποκάλυψαν το ολοκληρωμένο ταλέντο του.
Η χρήση αυτών των τεχνικών υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ του έργου του ως φωτογράφου και της σεισμικής αλλαγής στην εικόνα της μόδας κατά τη δεκαετία του 1930. Η γυναικεία σιλουέτα άλλαξε και η μόδα έγινε μαζικό φαινόμενο, μία αλλαγή που ταίριαζε απόλυτα στις εικόνες του Man Ray.
Στο Μουσείο του Λουξεμβούργου (Musée du Luxembourg) στο Παρίσι μια μεγάλη ατομική έκθεση είναι αφιερωμένη στον στον διάσημο φωτογράφο. Με τίτλο "Man Ray and Fashion" (Man Ray et la Mode) ρίχνει νέο φως στα έργα του καλλιτέχνη αποκαλύπτοντας μια πτυχή του έργου του: τη σύγχρονη φωτογραφία μόδας.
Η ιστορικός μόδας και επιμελήτρια της έκθεσης , Κατρίν Ορμέν δήλωσε στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων, ότι τα περιοδικά δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ φωτογραφίες από ρούχα με φόβο ότι τα σχέδια θα αντιγραφούν.
Αντ' αυτού εκτύπωναν σκίτσα και Μαν Ρέι φωτογράφιζε κομψές διασημότητες για αυτούς. Οι φωτογραφίες του είναι σχεδόν αφηρημένες και έργα τέχνης, τόνισε η Κατρίν Ορμέν.
Πράγματι, ένα από τα αριστουργήματά του το έργο «Glass Tears» (1932), προήλθε από μια διαφημιστική καμπάνια για αδιάβροχη μάσκαρα.
Μεταμόρφωσε την μάλλον κοινότυπη εικόνα χρησιμοποιώντας τις τεχνικές φωτομοντάζ, σήμα κατατεθέν του, που αργότερα βάφτισε «ρεϊογραφίες».
Η εμβληματική φωτογραφία αντανακλά επίσης τον θυμό και τον πόνο του μετά τον χωρισμό του από τη φωτογράφο και μοντέλο, Λι Μίλερ.
Μεταξύ άλλων γνωστών φωτογραφιών της έκθεσης είναι το περίφημο πορτρέτο της σχεδιάστριας Coco Chanel προφίλ, με τα χέρια της στις τσέπες της και ένα τσιγάρο στο στόμα.
Η έκθεση φωτίζει επίσης την επανάσταση του στυλ της δεκαετίας του 1920, όταν η γυναικεία μόδα κατέρριψε τους βικτοριανούς περιορισμούς για να υιοθετήσει την ελευθερία κινήσεων και να επιστρέψει σε πιο επίσημη ενδυμασία τη δεκαετία του 1930, όταν οι φανατικές της μόδας άλλαζαν ρούχα, χτενίσματα και ακόμη και χρώματα στα νύχια τους έως και τρεις φορές την ημέρα.
Καθώς έφτασε στο αποκορύφωμα, ο Man Ray γύρισε την πλάτη στη φωτογραφία μόδας. Με το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου και την επιστροφή του στις ΗΠΑ, την εγκατέλειψε εντελώς, φοβούμενος ότι η εμπορική του φήμη άρχισε να σβήνει την καλλιτεχνική του.
Οι πρωτοποριακές όμως τεχνικές και οι καινοτόμες συνθέσεις του αναμφίβολα αναβάθμισαν τη φωτογραφίας μόδα σε μορφή τέχνης.
Η έκθεση που οργανώνεται από το Rmn -Grand Palais και τη δημοτική αρχή της Μασσαλίας, φιλοξενείται στο, προς το παρόν κλειστό λόγω της Covid-19, Μουσείο του Λουξεμβούργου από 23 Σεπτεμβρίου έως 17 Ιανουαρίου.