Πολιτική

Λύση με τροπολογία για έκδοση νέων συντάξεων


Το "βραχυκύκλωμα" στον υπολογισμό των "νέων" (μετά την εφαρμογή του ν. Κατρούγκαλου) συντάξεων αντιμετωπίζει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, με τροπολογία που κατατέθηκε πριν από λίγο στη Βουλή.

Μετά τη δήλωση αδυναμίας από την ΕΛΣΤΑΤ να υπολογίσει το συντελεστή μεταβολής μισθών, ο οποίος επηρεάζει τον υπολογισμό των συντάξεων, η κυβέρνηση αφαιρεί αυτό το δείκτη από τον υπολογισμό, μέχρι και το 2020, και στη θέση του θα χρησιμοποιείται ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή.


Νωρίτερα, το sofokleousin μετέδωσε:

Μετέωρος μένει ο υπολογισμός και η έκδοση 130.000 συντάξεων -μέχρι στιγμής-, που πρέπει να γίνει με βάση το νόμο Κατρούγκαλου, καθώς η ΕΛΣΤΑΤ, αφήνοντας αιχμές κατά του τέως υπουργού Εργασίας, ανακοίνωσε ότι δεν είναι σε θέση να υπολογίσει ένα συνελεστή, βάσει του οποίου θα πρέπει να υπολογίζονται στο εξής οι συντάξεις.

Το πρόβλημα δεν φαίνεται από την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ ότι μπορεί σύντομα να ξεπερασθεί με τεχνικό τρόπο, ώστε να αρχίσουν να υπολογίζονται οι συντάξεις με το νέο νόμο. Επίσης, η εμπλοκή φαίνεται ότι επηρεάζει και τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, στο βαθμό που ο τρόπος υπολογισμού των "νέων" συντάξεων επηρεάζει τους υπολογισμούς για την "προσωπική διαφορά" και τα δημοσιονομικά οφέλη από την κατάργησή της, που ζητούν οι δανειστές.

Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ αφήνει έκθετο τον Γ. Κατρούγκαλο, καθώς αναφέρει ότι έκανε στο νόμο του αναφορά στο συντελεστή "ετήσιας μεταβολής μισθών, όπως προσδιορίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ", χωρίς να έχει συνεργασθεί προηγουμένως με τη Στατιστική Αρχή.

Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ έχει ως εξής:

Με αφορμή την αρθρογραφία που αναφέρεται στον υπολογισμό του συντελεστή ετήσιας μεταβολής μισθών του Ν. 4387/2016 και σε δήθεν καθυστέρηση από την πλευρά της ΕΛΣΤΑΤ, διευκρινίζονται τα εξής:

  • Η ΕΛΣΤΑΤ, ανταποκρινόμενη στο αίτημα (που υπεβλήθη το Νοέμβριο του 2016) για τον υπολογισμό του ανωτέρω συντελεστή, συνεργάστηκε με τους εκπροσώπους της Γ.Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Το συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι οι διαθέσιμες στατιστικές της ΕΛΣΤΑΤ δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση του εν λόγω συντελεστή, επειδή αυτός αποκλίνει από το Δείκτη Κόστους Εργασίας που καταρτίζει και δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ.
  • Η εν λόγω απόκλιση είχε επισημανθεί στην Εθνική Αναλογιστική Αρχή και στο πλαίσιο παλαιότερου αιτήματός της προς την ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την κατάρτιση του συντελεστή ωρίμανσης για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, σε εφαρμογή του Νόμου 3863/2010.
  • Σημειώνεται ότι η αναφορά στην «ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προσδιορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή», στα άρθρα 8, 28 και 35 του Ν. 4387/2016, περιελήφθη στο Νόμο χωρίς όμως να έχει προηγηθεί σχετική συνεργασία με την ΕΛΣΤΑΤ κατά τη διαδικασία σύνταξής του, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 7, του Στατιστικού Νόμου 3832/2010, όπως ισχύει.
  • Η ΕΛΣΤΑΤ πρότεινε πάντως στη Γ. Γ. Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, να προβούν στη μελέτη και αξιολόγηση των μεθοδολογιών που χρησιμοποιούνται σε άλλες χώρες, προκειμένου να ληφθούν υπόψη στην ανάπτυξη, με την υποστήριξη της ΕΛΣΤΑΤ, της εθνικής μεθοδολογίας κατάρτισης του συντελεστή μεταβολής μισθών.

Ως εκ τούτου, οι αναφορές ότι η ΕΛΣΤΑΤ επί εννέα μήνες εξέταζε την κατάρτιση του δείκτη είναι εκτός πραγματικότητας.