Σφίγγει η θηλιά των επιτοκίων για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της ευρωζώνης, μετά την απότομη αύξηση από την ΕΚΤ των βασικών της επιτοκίων, συνολικά κατά 3,5% από τον περασμένο Ιούλιο. Τα δάνεια γίνονται ακριβότερα και λιγότερα, όπως τονίζει η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, όμως είναι πιθανό να χρειασθεί να διατηρηθούν για μεγάλο διάστημα υψηλά τα επιτόκια της ΕΚΤ, καθώς προς το παρόν το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής δεν έχει περάσει στη ζήτηση, ώστε να αναχαιτισθεί ο πληθωρισμός.
Από την απάντηση που έδωσε η Κρ. Λαγκάρντ σε ερώτηση τριών ευρωβουλευτών γίνεται σαφές ότι η «μάχη» με τον πληθωρισμό, που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, θα διαρκέσει αρκετά ακόμη, καθώς η κεντρική τράπεζα διαπιστώνει ότι το ακριβότερο χρήμα δεν έχει οδηγήσει ως τώρα σε ορατά αποτελέσματα, σε ό,τι αφορά τη συγκράτηση της ζήτησης, ώστε να υποχωρήσει με μεγαλύτερη ταχύτητα ο πληθωρισμός προς τον στόχο του 2%.
«Σχετικά με τον αντίκτυπο που έχουν τα αυξημένα επιτόκια στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων», σημειώνει η πρόεδρος της ΕΚΤ, «τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρώτο σκέλος της διαδικασίας μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής –από τα μέτρα πολιτικής έως τις χρηματοπιστωτικές και νομισματικές συνθήκες– έχει ήδη σημαντικό αντίκτυπο. Το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί σημαντικά και η δυναμική των δανείων φαίνεται να αντιδρά ταχύτερα από ό,τι κατά τη διάρκεια προηγούμενων κύκλων αύξησης». Με άλλα λόγια, τα δάνεια γίνονται λιγότερα και ακριβότερα με αρκετή ταχύτητα.
Όμως, η επικεφαλής της ΕΚΤ τονίζει ότι «για το δεύτερο σκέλος της διαδικασίας μετάδοσης –από τις αυστηρότερες χρηματοδοτικές και νομισματικές συνθήκες έως τη ζήτηση– υπάρχει επί του παρόντος μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Γνωρίζουμε ότι η πλήρης επίδραση της νομισματικής πολιτικής στη ζήτηση θα αποκαλυφθεί μόνο με την πάροδο του χρόνου. Οι πιο περιοριστικές πιστωτικές συνθήκες αποτελούν μέρος του μηχανισμού με τον οποίο η σύσφιξή μας τελικά χαλιναγωγεί τις υπερβολικές πιέσεις στις τιμές και επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο και θα διασφαλίσουμε ότι η διαδικασία θα είναι ομαλή καθ' όλη τη διάρκεια».
Η Κρ. Λαγκάρντ εξέπεμψε και σήμερα, σε ομιλία στο Παρίσι, «σήματα» προς τις αγορές περί διατήρησης των υψηλών επιτοκίων για μεγάλη χρονική περίοδο. Επισήμανε ότι «ο πληθωρισμός παραμένει πολύ πιο ισχυρός από τον στόχο μας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Έχουμε ακόμη λίγο δρόμο σε αυτό το μονοπάτι (σ.σ.: της μείωσης του πληθωρισμού). Το μήκος του δρόμου θα εξαρτηθεί από μία σειρά παραγόντων, ιδίως στις πιστώσεις μετά και τα προβλήματα που έχουν καταγραφεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα».
Σε έκθεσή της, χθες, η Goldman Sachs εκτίμησε ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε συνολική αύξηση επιτοκίων κατά 0,75% το επόμενο διάστημα με το τελικό επιτόκιο να φθάνει στο 3,75%. Όπως τονίζεται στην έκθεση, «οι τραπεζικές εντάσεις έχουν υποχωρήσει τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς ο κίνδυνος μιας επιθετικής τραπεζικής κρίσης στις ΗΠΑ έχει μειωθεί και τα μέτρα χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών έχουν ανακτήσει μεγάλο μέρος της μεγάλης πτώσης τους στις αρχές Μαρτίου».
Επιπλέον, η Goldman Sachs εκτιμά ότι τα στοιχεία για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι «πολύ ισχυρά», τροφοδοτώντας το επιχείρημα για περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων. Ο συνολικός πληθωρισμός σε ολόκληρη την ευρωζώνη μειώθηκε στο 6,9% τον Μάρτιο, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της Eurostat από 8,5% τον Φεβρουάριο. Παρά την πτώση αυτή, ο δομικός πληθωρισμός -ο οποίος εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού- αυξήθηκε ελαφρώς σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, αναδεικνύοντας την επιμονή των υψηλών τιμών κυρίως στον τομέα τον τροφίμων.
Κατά τη συνεδρίαση του Μαρτίου, η ΕΚΤ δεν έδωσε καμία καθοδήγηση για τις επερχόμενες αποφάσεις για τα επιτόκια, λέγοντας ότι αυτές θα εξαρτώνται από τα δεδομένα που θα έχει στην κατοχή της ανά συνεδρίαση. Οι αναλυτές αναμένουν αύξηση των επιτοκίων κατά 25 ή 50 μονάδες βάσης όταν το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάσει, τον επόμενο μήνα.