Την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει σε ακόμη περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων με μοναδικό στόχο να ρίξει στο 2% τον πληθωρισμό τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη Τύπου μετά τη νέα μεγάλη αύξηση επιτοκίων, κατά 0,75%, ενώ ξεκαθάρισε ότι το κόστος δανεισμού των τραπεζών μέσω του προγράμματος TLTRO III θα γίνει απαγορευτικά υψηλό και οι τράπεζες καλούνται έως τις 23 Νοεμβρίου να επιστρέψουν στην ΕΚΤ τη ρευστότητα που έχουν λάβει.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ θέλησε να ξεκαθαρίσει ότι, σε αυτή τη φάση, για τους κεντρικούς τραπεζίτες προέχει η μείωση του πληθωρισμού, που εκτινάχθηκε στο 9,9% τον Σεπτέμβριο, ενώ περνά σε δεύτερη μοίρα η ανάπτυξη της οικονομίας της ευρωζώνης, για την οποία η ΕΚΤ εξακολουθεί να προβλέπει, στο βασικό της σενάριο, ότι θα παραμείνει οριακά θετική το 2023 (0,9% αύξηση του ΑΕΠ), χωρίς όμως να αποκλείει και την ύφεση, με βάση το δυσμενές σενάριο.
Όπως τόνισε η Λαγκάρντ, η κεντρική τράπεζα έχει κάνει πρόοδο με τις αυξήσεις επιτοκίων, συνολικά κατά 2% μέσα σε λίγους μήνες, στην κατεύθυνση της απόσυρσης της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής. Όμως, υπογράμμισε, «δεν έχουμε τελειώσει, υπάρχει ακόμη δρόμος να καλύψουμε». Οι επόμενες αποφάσεις για τα επιτόκια, εξήγησε, θα ληφθούν με βάση τα οικονομικά στοιχεία που θα αξιολογήσει σε καθεμιά από τις επόμενες συνεδριάσεις το συμβούλιο. Τα κλειδιά για τις αποφάσεις είναι τρία, τόνισε: η πορεία του πληθωρισμού, η αξιολόγηση της επίδρασης των μέτρων που ήδη έχουν ληφθεί και η εκτίμηση για το χάσμα μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, που περνάει πάντα με χρονική καθυστέρηση στην οικονομία.
Είναι σημαντικό πάντως, ότι, όπως διευκρίνισε η Λαγκάρντ απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η κεντρική τράπεζα θα κινηθεί χωρίς περιορισμούς. Μέχρι τώρα, υπήρχε η εντύπωση ότι θα αύξανε τα επιτόκια μέχρι να φθάσουν στο θεωρητικά ουδέτερο σημείο, όπου δεν αυξάνουν, ούτε συγκρατούν τον πληθωρισμό. Όμως, η πρόεδρος της ΕΚΤ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να ξεπερασθεί πρόσκαιρα ακόμη και αυτό το όριο, δηλαδή η νομισματική πολιτική να γίνει περιοριστική.
Για τις τράπεζες, η Λαγκάρντ εξήγησε ότι ήλθε το «τέλος εποχής» για τα δάνεια με αρνητικά επιτόκια ύψους 2,1 τρισ. (51 δισ. στις ελληνικές τράπεζες) που είχαν πάρει από την ΕΚΤ για να στηρίξουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά εν μέσω της πανδημίας. Το επιτόκιο των δανείων θα αυξηθεί από τις 23 Νοεμβρίου σε απαγορευτικό ποσοστό, στο 1,75%, όσο είναι και το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών στην ΕΚΤ. Οι τράπεζες θα έχουν τρεις ευκαιρίες έως τις 23 Νοεμβρίου να επιστρέψουν τη ρευστότητα στην ΕΚΤ, πριν αρχίσουν να επιβαρύνονται με το αυξημένο επιτόκιο.
Σε ό,τι αφορά τη μείωση του ισολογισμού, με την πώληση τίτλων που είχαν αποκτηθεί από την ΕΚΤ μέσω του μόνιμου προγράμματος APP (στο οποίο η Ελλάδα δεν συμμετείχε), η Λαγκάρντ ανέφερε ότι έχει γίνει ήδη μια πρώτη συζήτηση στο συμβούλιο και θα γίνει τον Δεκέμβριο μια συζήτηση σε μεγαλύτερο βάθος, οπότε και είναι πιθανό να ληφθούν αποφάσεις. Αναλυτές έχουν εκφράσει φόβους ότι η μείωση θέσεων από την ΕΚΤ, αρχικά με τη μη ανανέωση τοποθετήσεων σε ομόλογα που λήγουν, μπορεί να προκαλέσει κραδασμούς στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων.
Η ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβουλίου
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης. Με αυτήν την τρίτη στη σειρά σημαντική αύξηση των επιτοκίων, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο ως προς την άρση της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε τη σημερινή απόφαση και αναμένει ότι θα αυξήσει τα επιτόκια περαιτέρω ούτως ώστε να διασφαλίσει την έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα στηρίξει τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων πολιτικής στην εξέλιξη των προοπτικών για τον πληθωρισμό και την οικονομία, ακολουθώντας μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλός και θα παραμείνει πάνω από τον στόχο για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Τον Σεπτέμβριο, ο πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ ανήλθε σε 9,9%. Τους τελευταίους μήνες, η αλματώδης αύξηση των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής, τα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού και η ανάκαμψη της ζήτησης μετά την πανδημία έχουν συμβάλει στη διεύρυνση των πιέσεων στις τιμές και στην άνοδο του πληθωρισμού. Η νομισματική πολιτική του Διοικητικού Συμβουλίου επιδιώκει να μειώσει τη στήριξη της ζήτησης και να αποτρέψει τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης να τροποποιήσει τους όρους της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ). Στη διάρκεια της οξείας φάσης της πανδημίας, αυτό το μέσο συνέβαλε σημαντικά στην αντιμετώπιση των καθοδικών κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών. Σήμερα, λαμβανομένης υπόψη της απρόβλεπτης και πρωτοφανούς αύξησης του πληθωρισμού, είναι αναγκαίο να αναπροσαρμοστεί προκειμένου να διασφαλιστεί ότι είναι συμβατό με την ευρύτερη διαδικασία εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής και να ενισχυθεί η μετάδοση των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής στις συνθήκες τραπεζικών χορηγήσεων. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επομένως να προσαρμόσει τα επιτόκια που ισχύουν για τις ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ από τις 23 Νοεμβρίου 2022 και να παράσχει στις τράπεζες επιπρόσθετες ημερομηνίες για πρόωρη αποπληρωμή σε προαιρετική βάση.
Τέλος, προκειμένου να υπάρξει μια στενότερη ευθυγράμμιση του τοκισμού των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών που τηρούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα στο Ευρωσύστημα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά χρήματος, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να ορίσει το επιτόκιο των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών στο επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ.
Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 2,00%, 2,25% και 1,50% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 2 Νοεμβρίου 2022.
Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP. Οι τοποθετήσεις αυτές θα γίνονται για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση συνθηκών άφθονης ρευστότητας και της ενδεδειγμένης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αναπροσαρμόσει τα επιτόκια που εφαρμόζονται στις ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ. Από τις 23 Νοεμβρίου 2022 και ως την ημερομηνία λήξης ή τυχόν πρόωρης αποπληρωμής της κάθε αντίστοιχης ανεξόφλητης ΣΠΠΜΑ III, το επιτόκιο αυτών των πράξεων θα συνδέεται με τα μέσα εφαρμοστέα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ για τη συγκεκριμένη περίοδο. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης να παράσχει στις τράπεζες επιπρόσθετες ημερομηνίες πρόωρης αποπληρωμής σε προαιρετική βάση. Σε κάθε περίπτωση, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
***
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμιστούν ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών.