Ένα δύσκολο δρόμο, που περνά μέσα από πολύ ακριβότερο χρήμα για τους Ευρωπαίους, έδειξε η Κριστίν Λαγκάρντ, για να φθάσει η ευρωζώνη στην αναχαίτιση του εξαιρετικά υψηλού πληθωρισμού. Μιλώντας πριν από λίγο στους δημοσιογράφους στη Φρανκφούρτη, αμέσως μετά την ανακοίνωση της μεγαλύτερης αύξησης επιτοκίων στην ιστορία της ΕΚΤ, κατά 0,75%, η πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας είπε ότι θα χρειασθούν αυξήσεις σε αρκετές ακόμη συνεδριάσεις του συμβουλίου.
Δείχνοντας την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ να χτυπήσει τον πληθωρισμό, ακόμη και αν αυτό οδηγήσει σε περαιτέρω οικονομική επιβράδυνση, η Λαγκάρντ, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων είπε ότι οι μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων θα πρέπει να γίνουν έγκαιρα και να έχουν το μέγεθος που θα οδηγεί πιο γρήγορα στην υποχώρηση του πληθωρισμού. Όσον αφορά την κρίσιμη ερώτηση για τον αριθμό των προβλεπόμενων αυξήσεων, η επικεφαλής της ΕΚΤ είπε ότι θα είναι «περισσότερες από δύο και λιγότερες από πέντε».
Με αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να περιμένουμε τρεις με τέσσερις αυξήσεις στα επιτόκια στις αντίστοιχες, επόμενες συνεδριάσεις, χωρίς μάλιστα η Λαγκάρντ να αποκλείει ακόμη και νέες, μεγάλες αυξήσεις κατά 0,50% ή 0,75%. Απέφυγε να προσδιορίσει σε ποιο επίπεδο τα επιτόκια θα έχουν φθάσει στο σημείο που θεωρείται επαρκές για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός, τονίζοντας πάντως ότι σίγουρα σήμερα απέχουμε πολύ από αυτό το επίπεδο.
Στη συνέντευξη Τύπου, η Λαγκάρντ:
- Παρουσίασε τις νέες προβλέψεις της ΕΚΤ, που δείχνουν ότι ο πληθωρισμός έχει ξεφύγει πολύ από τον στόχο, καθώς θα παραμείνει μέχρι και το 2024 πάνω από 2%. Η οικονομία θα επιβραδυνθεί το 2023 (ανάπτυξη με ρυθμό 0,9%), αλλά δεν θα πέσει σε ύφεση, σύμφωνα με το βασικό σενάριο. Ύφεση, πάντως, προβλέπεται στο δυσμενές σενάριο, όπου περιλαμβάνεται η υπόθεση της πλήρους διακοπής τροφοδοσίας με αέριο από τη Ρωσία, στην οποία «είμαστε πολύ κοντά», όπως αναγνώρισε η Λαγκάρντ.
- Προέτρεψε τις κυβερνήσεις να είναι φειδωλές στη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι της ενεργειακής κρίσης, λέγοντας ότι οι ενισχύσεις θα πρέπει να είναι προσωρινές και στοχευμένες στους ασθενέστερους, για να μην τροφοδοτηθεί ο πληθωρισμός και ενταθούν οι δημοσιονομικές ανισορροπίες.
- Δημιούργησε ορισμένες αμφιβολίες για τη δυνατότητα άμεσης χρήσης του νέου εργαλείου στήριξης, TPI, προκειμένου να προστατευθούν οι υπερχρεωμένες οικονομίες, όπως η ελληνική και η ιταλική, από μια μεγάλη αύξηση στα κόστη δανεισμού, παρά το γεγονός ότι στο ανακοινωθέν της ΕΚΤ τονίζεται ότι το νέο εργαλείο είναι έτοιμο να αξιοποιηθεί. Όπως είπε η Λαγκάρντ, υπάρχουν όροι και κριτήρια συμμετοχής μιας χώρας στο νέο πρόγραμμα στήριξης και αυτό θα ενεργοποιηθεί όταν διαπιστώσει το συμβούλιο ότι αυτοί οι όροι εκπληρώνονται. Η απόδοση των ιταλικών 10ετών ομολόγων αυξήθηκε στο 3,93% μετά τις δηλώσεις της Λαγκάρντ, ενώ οριακά μειώθηκε η απόδοση των ελληνικών δεκαετών τίτλων.
Η μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων στην ιστορία
Σημειώνεται ότι, νωρίτερα, η ΕΚΤ αποφάσισε τη μεγαλύτερη αύξηση επιτοκίων της ιστορίας της, κατά 0,75%, τονίζοντας ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έχει «ξεφύγει» και θα χρειασθούν και άλλες αυξήσεις για να αναχαιτισθεί. Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ δηλώνει ότι είναι διαθέσιμο το νέο εργαλείο, TPI, για να υποστηριχθούν τα ομόλογα των ασθενέστερων οικονομιών και να αποφευχθεί υπέρμετρη αύξηση του κόστους δανεισμού.
Στην ανακοίνωσή του, το διοικητικό συμβούλιο ξεκαθαρίζει ότι η μεγάλη αύξηση των βασικών επιτοκίων, ήταν μονόδρομος επειδή «ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλός και είναι πιθανόν να παραμείνει σε επίπεδα πάνω από τον στόχο για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 9,1% τον Αύγουστο».
Παράλληλα, η ΕΚΤ προαναγγέλλει και νέες αυξήσεις στα επιτόκια, αφήνοντας ανοικτό το ποσοστό της αύξησης, που θα διαμορφωθεί με βάση τα στοιχεία. «Στη διάρκεια των επόμενων συνεδριάσεων το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα αυξήσει τα επιτόκια περαιτέρω προκειμένου να μετριάσει τη ζήτηση και να αποτρέψει τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό», σημειώνεται στο ανακοινωθέν.
Με τις σημερινές αποφάσεις, η ΕΚΤ ξεφεύγει από τα αρνητικά επιτόκια που είχε εφαρμόσει για μεγάλη χρονική περίοδο, καθώς πλέον το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων ανεβαίνει από το μηδέν στο 0,75%. Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης αυξάνονται σε 1,25% και 1,50%, αντίστοιχα.
Η ΕΚΤ επιχειρεί να μετριάσει τις ανησυχίες για υπερβολική αύξηση του κόστους δανεισμού στις υπερχρεωμένες οικονομίες, καθώς και για ενδεχόμενες επιθέσεις της αγοράς στα ομόλογά τους, τονίζοντας ότι είναι έτοιμο για αξιοποίηση το νέο εργαλείο παρέμβασης, TPI. Όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, «το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμιστούν ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών».
Το ανακοινωθέν του συμβουλίου
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης. Αυτό το σημαντικό βήμα επισπεύδει τη μετάβαση από το ισχύον διευκολυντικό, σε υψηλό βαθμό, επίπεδο των επιτοκίων πολιτικής προς επίπεδα που θα διασφαλίσουν την έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ του 2%. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, στη διάρκεια των επόμενων συνεδριάσεων το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα αυξήσει τα επιτόκια περαιτέρω προκειμένου να μετριάσει τη ζήτηση και να αποτρέψει τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα επανεξετάζει τακτικά την πορεία πολιτικής του υπό το φως εισερχόμενων πληροφοριών και της εξέλιξης των προοπτικών για τον πληθωρισμό. Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα στοιχεία και να ακολουθούν μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε τη σημερινή απόφαση, και αναμένει ότι θα αυξήσει τα επιτόκια περαιτέρω, επειδή ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλός και είναι πιθανόν να παραμείνει σε επίπεδα πάνω από τον στόχο για παρατεταμένη χρονική περίοδο. Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 9,1% τον Αύγουστο. Η αλματώδης αύξηση των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής, οι πιέσεις από την πλευρά της ζήτησης σε ορισμένους τομείς λόγω της επανεκκίνησης της οικονομίας και τα φαινόμενα συμφόρησης από την πλευρά της προσφοράς εξακολουθούν να συμβάλλουν στην άνοδο του πληθωρισμού. Οι πιέσεις στις τιμές εξακολούθησαν να ενισχύονται και να διευρύνονται σε ολόκληρη την οικονομία και ο πληθωρισμός ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Καθώς οι τρέχοντες παράγοντες διαμόρφωσης του πληθωρισμού εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου και η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής μεταδίδεται στην οικονομία και στον καθορισμό των τιμών, ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει. Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ έχουν αναθεωρήσει σημαντικά προς τα πάνω τις προβολές τους για τον πληθωρισμό και ο πληθωρισμός αναμένεται πλέον να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 8,1% το 2022, σε 5,5% το 2023 και σε 2,3% το 2024.
Έπειτα από ανάκαμψη το α΄ εξάμηνο του 2022, πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ επιβραδύνεται σημαντικά και η οικονομία αναμένεται να παραμείνει στάσιμη αργότερα εντός του έτους και το α΄ τρίμηνο του 2023. Οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των ανθρώπων και, παρά την άμβλυνση των φαινομένων συμφόρησης από την πλευρά της προσφοράς, αυτά εξακολουθούν να περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, η δυσμενής γεωπολιτική κατάσταση, ιδίως η αδικαιολόγητη επίθεση της Ρωσίας ενάντια στην Ουκρανία, επιδρά αρνητικά στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Αυτές οι προοπτικές αντανακλώνται στις πιο πρόσφατες προβολές των εμπειρογνωμόνων για την οικονομική ανάπτυξη, οι οποίες έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω σημαντικά για το υπόλοιπο διάστημα του τρέχοντος έτους και σε όλη τη διάρκεια του 2023. Οι εμπειρογνώμονες αναμένουν τώρα ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,1% το 2022, 0,9% το 2023 και 1,9% το 2024.
Οι διαρκείς ευπάθειες που προκάλεσε η πανδημία εξακολουθούν να ενέχουν κίνδυνο για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει επομένως να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης που σχετίζονται με την πανδημία.
Βασικά επιτόκια της ΕΚΤ
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 75 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 1,25%, 1,50% και 0,75% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 14 Σεπτεμβρίου 2022.
Έπειτα από την αύξηση του επιτοκίου της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων πάνω από το μηδέν, το σύστημα δύο βαθμίδων για τον εκτοκισμό των πλεοναζόντων αποθεματικών δεν είναι πλέον απαραίτητο. Το Διοικητικό Συμβούλιο επομένως αποφάσισε σήμερα να αναστείλει την εφαρμογή του συστήματος δύο βαθμίδων καθορίζοντας τον πολλαπλασιαστή στο μηδέν.
Πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP) και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση συνθηκών άφθονης ρευστότητας και της ενδεδειγμένης κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Τα ποσά από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP επανεπενδύονται με ευελιξία καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί τις συνθήκες χρηματοδότησης των τραπεζών και να διασφαλίζει ότι η λήξη των πράξεων στο πλαίσιο της τρίτης σειράς στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ) δεν επηρεάζει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί επίσης τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμιστούν ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών.