Την επίσπευση της εφαρμογής και των αντίμετρων, που προβλέπονται για την περίοδο 2019 -2021, θα αντιπροτείνει η κυβέρνηση εάν επιμείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην αξίωσή του να εφαρμοστεί νωρίτερα, από το 2019, η μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Μετά την επίτευξη υπερ-πλεονασμάτων στη διετία 2016 και 2017 η επιμονή του ταμείου είναι ακατανόητη, τόσο για την ελληνική πλευρά όσο και για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ωστόσο, η Ελλάδα θέλει το ΔΝΤ στο «παιχνίδι», επειδή ασκεί πιέσεις στους Ευρωπαίους για γενναία απομείωση του χρέους. Από την άλλη πλευρά το αντάλλαγμα που ζητεί το Ταμείο, (της μείωσης του αφορολόγητου ορίου ένα χρόνο νωρίτερα) είναι εξαιρετικά επώδυνο για την κυβέρνηση, δεδομένου ότι το 2019 είναι εκλογικό έτος. Εάν τελικά καταστεί αναπόφευκτη η μείωση του αφορολόγητου ορίου θα συνδυαστεί με εκτεταμένες ανατροπές στη φορολογία.
Ειδικότερα το ΔΝΤ έχει διαμηνύσει, παρά την επίτευξη των υπερ- πλεονασμάτων, πως επιδιώκει τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, όχι για λόγους αύξησης των εσόδων του προϋπολογισμού, αλλά επειδή θεωρεί ότι πρέπει να διευρυνθεί η φορολογική βάση και να πληρώνουν φόρο εισοδήματος και οι χαμηλότερες εισοδηματικά τάξεις.
Το Ταμείο αναγνωρίζει ότι λόγω της υπεραπόδοσης των άλλων μέτρων που έχουν ληφθεί, δεν είναι δημοσιονομικά απαραίτητη η μείωση του αφορολόγητου ορίου, αλλά επιμένει στην άποψή του για λόγους αρχής, ώστε να συμμετέχουν στον φόρο εισοδήματος περισσότερες κατηγορίες, έστω και με μικρή συμβολή.
Στο πλαίσιο αυτό, η αίσθηση που έχουν αποκομίσει κυβερνητικά στελέχη αλλά και οι Ευρωπαίοι εταίροι είναι ότι το Ταμείο δεν θα διαφωνούσε με τις μειώσεις άλλων φόρων, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ισοδύναμο και να υπάρξει και αναπτυξιακό όφελος.
Ειδικότερα, με δεδομένη την επιμονή του Ταμείου στην επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου ορίου από τα εισοδήματα του 2019 αντί του 2020, η οποία δεν δικαιολογείται από τις δημοσιονομικές επιδόσεις των δύο τελευταίων ετών, με τα υπερ-πλεονάσματα που εμφανίζονται, στο υπουργείο Οικονομικών εξετάζουν διάφορα σενάρια, μεταξύ των οποίων είναι και η επίσπευση της εφαρμογής των αντίμετρων που έχουν προσδιοριστεί για το 2019 και το 2020, αλλά και να ενισχυθούν.
Υπενθυμίζεται ότι τα αντίμετρα του 2019 περιλαμβάνουν το επενδυτικό πακέτο των 300 εκατ. ευρώ (επενδύσεις σε υποδομές ενέργειας, σε υποδομές του πρωτογενούς τομέα και ενίσχυση επιδοτήσεων του αναπτυξιακού Νόμου 4399/2016) αλλά και τη δημιουργία νέων μονάδων προσχολικής εκπαίδευσης/νηπιαγωγείων, τον ανασχεδιασμό των οικογενειακών επιδομάτων και του επιδόματος τέκνων, την επιδότηση ενοικίου, προγράμματα ενεργών πολιτικών για την απασχόληση από τον ΟΑΕΔ και την επιδότηση της συμμετοχής ασφαλισμένων για συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Τα αντίμετρα του 2020 περιλαμβάνουν τη μείωση του φορολογικού συντελεστή του Φόρου Εισοδήματος Νομικών Προσώπων από 29% σε 26%, τη μείωση ΕΝΦΙΑ κατά 30%, τη μείωση του φορολογικού συντελεστή του Φόρου Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων και ειδικά του χαμηλού συντελεστής 22% (ώστε να μην επιβαρυνθούν υπέρμετρα εισοδήματα των 6.000-7.000 ευρώ), την αναμόρφωση της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης, όπως επίσης και διάφορες άλλες μη προσδιορισμένες διαρθρωτικές φορολογικές παρεμβάσεις στη διετία 2020-2021.
Μέσα σε αυτά είναι επίσης και η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ και ειδικά του κανονικού συντελεστή, 24%.