Με Άποψη

Ξεπερασμένο το 8ωρο; Το γύρισμα της Ιστορίας και το μέλλον της εργασίας


Με αφορμή την πρόσφατη υπερψήφιση από την αυστριακή Βουλή νομοσχεδίου με το οποίο θεσπίζεται η δωδεκάωρη ημερήσια απασχόληση, επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο το ερώτημα εάν και κατά πόσον βρισκόμαστε εν μέσω διαδικασιών ανατροπής ιστορικά κατοχυρωμένων συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. 

Ορισμένοι έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι η οκτάωρη εργάσιμη ημέρα - μία από τις εμβληματικότερες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος - είναι πλέον «ξεπερασμένη»

Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο, παρουσιάζοντας τις απόψεις ακαδημαϊκών και ερευνητών.

Από το 1985 που η Θάτσερ κέρδισε τη μάχη με τους ανθρακωρύχους, η ιστορία άρχισε να κινείται πρός τα πίσω και το κοινωνικό κράτος πνέει τα λοίσθια, επισημαίνει στην ανάλυση του ο Χάρης Αθανασιάδης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ.

Εργασιακός 19ος αιώνας στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης

Του ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ

Το οκτάωρο υπήρξε το κεντρικό αίτημα γύρω από το οποίο συγκροτήθηκε το εργατικό κίνημα στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό. «Οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ψυχαγωγία, οκτώ ώρες ανάπαυση» ήταν το κεντρικό σύνθημα των διαδηλώσεων στο Σικάγο του 1886.

Ορθό από ανθρωπιστική άποψη, εφόσον η προσωπική ολοκλήρωση απαιτεί ένα επαρκές διάστημα ανάμεσα στο χρόνο εργασίας και στον αναγκαίο χρόνο ξεκούρασης, ώστε να ξεδιπλωθούν όσα σχετίζονται με τη δημιουργικότητα, την πνευματική συγκρότηση, την κοινωνικότητα, την ενασχόληση με τα κοινά.

Ορθό επίσης από την άποψη της κοινωνικής προόδου, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας συνεισφέρει στο στοίχημα της ισότητας, απαντά συνεπώς θετικά στο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης, πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε ο κόσμος που ζούμε.

Ορθό ακόμη και από την οπτική του καπιταλισμού, εφόσον όλος ο δυναμισμός του έγκειται στον αέναο εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής – αν παρέχεται η δυνατότητα να αντλείται κέρδος από την ένταση και την έκταση της εργασίας, αφαιρείται το πιο κρίσιμο από τα κίνητρα για την αυτοανανέωσή του.

Ο 20ός αιώνας μπορεί αναδρομικά να διαβαστεί (και διαβάστηκε) με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν ως εποποιία του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος που, αν και βέβαια δεν ανέτρεψε τον καπιταλισμό, τον άλλαξε όμως ουσιωδώς, επιβάλλοντας ένα πυκνό πλέγμα εργασιακών δικαιωμάτων κατά τον Μεσοπόλεμο και οικοδομώντας το κοινωνικό κράτος στα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της μεταπολεμικής περιόδου.

Ως την δεκαετία του 1970 δεν ήταν λίγες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δικαίως επαίρονταν πως μπορούσαν να εγγυηθούν ασφαλή και δημιουργική ζωή για όλους «από το λίκνο έως τον τάφο».

Πώς, ύστερα από αυτή την κατίσχυση των ιδανικών της Σοσιαλδημοκρατίας, κυριάρχησαν ξανά οι ανυπόληπτοι ως τότε ευαγγελιστές της αγοράς;

Η ειρωνεία της ιστορίας έγκειται στο γεγονός πως η διαδικασία αυτή άρχισε στο πρότυπο κοινωνικό κράτος, την Αγγλία, έναν ακριβώς αιώνα ύστερα από το Μάη του Σικάγου.

Το Μάρτιο του 1985 η Μάργκαρετ Θάτσερ εξέρχεται νικήτρια από τη μεγαλύτερη εργατική σύγκρουση όλων των εποχών: την απεργία των ανθρακωρύχων. Από εκεί και ύστερα η ιστορία άρχισε να βαδίζει προς τα πίσω. Αρχικά εγκαταλείφθηκε ο στόχος της πλήρους απασχόλησης και μειώθηκαν δραστικά οι δημόσιες επενδύσεις. Ακολούθησαν οι περικοπές στην ασφάλεια, την υγεία, τις συντάξεις και εντέλει στη δημόσια εκπαίδευση. Όσα είχαν καταξιωθεί ως κοινωνικά αγαθά επιχειρείται να νοηματοδοτηθούν ξανά ως ιδιωτικές υποθέσεις.

Το κοινωνικό κράτος πνέει αναμφίβολα τα λοίσθια. Η πρόσφατη κίνηση της Αυστρίας, ωστόσο, σηματοδοτεί ένα νέο ποιοτικό άλμα: Επιχειρεί να αλώσει το τελευταίο οχυρό, τον σκληρό πυρήνα των εργασιακών δικαιωμάτων. Επιχειρεί να επιβάλει ξανά έναν εργασιακό 19ο αιώνα, σε μια εποχή που η ψηφιακή επανάσταση και η ρομποτική θα δικαιολογούσαν πλήρως το αίτημα του εξαώρου. Ο 21ος αιώνας προβάλλει δυσοίωνος. Το ερώτημα είναι αν ο κόσμος της εργασίας θα καταφέρει να ανασυνταχθεί και να υποδείξει μια διαφορετική προοπτική.

* Καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ