Με αφορμή την πρόσφατη υπερψήφιση από την αυστριακή Βουλή νομοσχεδίου με το οποίο θεσπίζεται η δωδεκάωρη ημερήσια απασχόληση, επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο το ερώτημα εάν και κατά πόσον βρισκόμαστε εν μέσω διαδικασιών ανατροπής ιστορικά κατοχυρωμένων συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Υπό αμφισβήτηση τίθεται μία από τις εμβληματικότερες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, η οκτάωρη εργάσιμη ημέρα. Ορισμένοι σπεύδουν να υποστηρίξουν ότι είναι «ξεπερασμένη».
Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, ΕΝΑ, παρενέβη στη συγκυρία, ζητώντας την άποψη ακαδημαϊκών και ερευνητών για το θέμα.
Στο δεύτερο μέρος της έρευνας, η Μαρία Καραμεσίνη, Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επισημαίνει τις αλλαγές που επέρχονται με τη νέα νομοθεσία στην Αυστρία και σε άλλες χώρες, τονίζοντας η ΕΕ αδυνατεί να επιβάλει ένα ισχυρό επίπεδο ελάχιστης προστασίας της ασφάλειας, της υγείας και του προσωπικού χρόνου των εργαζομένων:
Ευελιξία του χρόνου εργασίας: Με τη βούλα Δεξιάς-Ακροδεξιάς και τις «ευλογίες» ευρωπαϊκής Οδηγίας*
Η πρόσφατη ψήφιση από το αυστριακό Κοινοβούλιο –από την ευρεία συμμαχία Συντηρητικών, Φιλελευθέρων και Άκρας Δεξιάς– της παράτασης του ανώτατου επιτρεπόμενου ημερήσιου χρόνου εργασίας σε 12 ώρες, ήταν μία ακόμα πράξη στη μακρά πορεία νομοθετικών αλλαγών στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, που εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες αποσκοπούν στο να προσαρμόσουν κατά το δυνατόν καλύτερα τα ωράρια των εργαζομένων στις διακυμάνσεις του κύκλου εργασιών και της παραγωγής των επιχειρήσεων, με σκοπό τη μείωση του εργατικού κόστους.
Η προηγούμενη αυστριακή νομοθεσία προέβλεπε νόμιμο όριο 8 ωρών εργασίας ανά ημέρα, που μπορούσε να ανέλθει, μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συμφωνιών μεταξύ συμβουλίων εργαζομένων και εργοδοσίας, σε 10 ώρες. Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο στην πράξη, εφόσον οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, που καλύπτουν τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών, κατά κανόνα επιτρέπουν την εφαρμογή ευέλικτων σχημάτων χρόνου εργασίας σε επίπεδο επιχείρησης, με αυξομειώσεις γύρω από έναν μέσο εβδομαδιαίο χρόνο για διαστήματα που μπορούν να φτάνουν το ένα έτος.
Επίσης, η αυστριακή νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα παράτασης της εργάσιμης ημέρας σε 12 ώρες σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η απρόβλεπτη και παροδική αύξηση της ζήτησης της επιχείρησης ή η εισαγωγή της εβδομάδας των τεσσάρων ημερών μετά από σχετική έγκριση ιατρού εργασίας.
Με τον νέο νόμο επέρχεται ποιοτική αλλαγή: Το δωδεκάωρο δεν θα αποτελεί πλέον την εξαίρεση του νόμου, αλλά τη νέα «κανονικότητα» ως προς τον μέγιστο ημερήσιο χρόνο εργασίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία, την ποιότητα ζωής και την υπερωριακή αποζημίωση των εργαζομένων.
Οι Αυστριακοί εργοδότες αποκτούν από εδώ και στο εξής σαφώς μεγαλύτερη εξουσία στο να αποφασίζουν μονομερώς για την ευέλικτη χρήση του εργατικού τους δυναμικού, εκμαιεύοντας ή επιβάλλοντας τη «συναίνεση» των εργαζομένων και χωρίς πλέον να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των συνδικάτων ή συμβουλίων εργαζομένων.
Σε επίπεδο ΕΕ η Οδηγία για το χρόνο εργασίας επιτρέπει μέχρι και 13 ώρες εργασίας την ημέρα (καθιστώντας υποχρεωτική την 11ωρη ανάπαυση), καθώς και 48 ώρες εργασίας την εβδομάδα, με δυνατότητες ευελιξίας σε ευρύτερες περιόδους αναφοράς και ρήτρες εξαίρεσης τόσο κρατών όσο και των εργαζόμενων που προαιρετικά θέλουν να δουλέψουν παραπάνω.
Γενικότερα, δίνοντας μεγάλα περιθώρια ευελιξίας και επιτρέποντας ευρείες παρεκκλίσεις ως προς τα οριζόμενα όρια, η Οδηγία αδυνατεί να επιβάλει ένα ισχυρό επίπεδο ελάχιστης προστασίας της ασφάλειας, της υγείας και του προσωπικού χρόνου των Ευρωπαίων εργαζομένων, ενώ επιτρέπει το κοινωνικό ντάμπιγκ, την καταστρατήγηση των κεκτημένων των εργατικών αγώνων και την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων.
* Της Μαρίας Καραμεσίνη, Καθηγήτριας Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διοικήτριας ΟΑΕΔ