Με Άποψη

Κρυπτονομίσματα: Χρήμα, κινητές αξίες ή κερδοσκοπική φούσκα


Όταν πριν 12 χρόνια έκανε την εμφάνισή του το Bitcoin, η ναυαρχίδα των κρυπτονομισμάτων, κανείς δεν περίμενε, εκτός βέβαια από το δημιουργό του Nakamoto (ψευδώνυμο), ότι θα μακροημέρευε και θα μας απασχολούσε σήμερα ως ένα φαινόμενο που αξίζει την προσοχή μας, κυρίως σε ότι αφορά τη σημασία του ως απειλή ή για άλλους ευκαιρία με λαμπρό μέλλον, που προορίζεται μάλιστα να… αντικαταστήσει το νομισματικό  μας σύστημα.  

Tου Χαράλαμπου Γκότση*

Έτσι αρχικά, για να αξιολογήσουμε τη σοβαρότητα και το μέγεθος του φαινομένου, είναι ανάγκη να απαντηθούν ορισμένα εννοιολογικά ερωτήματα. Τι είναι λοιπόν το Bitcoin ή καλύτερα τι δεν είναι το Bitcoin;

Το Bitcoin δεν είναι νόμισμα 

Με βάση την οικονομική θεωρία αλλά και τη νομική υπόστασή τους τα κρυπτονομίσματα δεν αποτελούν χρήμα, αφού δεν εκπληρούν τις τρεις βασικές λειτουργίες ενός νομίσματος. Να χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών, να αποτελεί κοινό μέτρο αξιών και να μπορεί να επιλεγεί ως μέσο για τη διαφύλαξη αγοραστικής δύναμης. Για να τύχει αναγνώρισης ως χρήμα ένα αντικείμενο ή μια κατασκευή, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να γίνεται κοινά αποδεκτό από τους συναλλασσόμενους. Κανένα από τα γνωστά κρυπτονομίσματα δεν απολαμβάνει αυτή την ιδιότητα. Οι συναλλαγές με ενδιάμεσο π.χ το Bitcoin σε εμπορεύματα και υπηρεσίες μέχρι τώρα είναι ελάχιστες. Οι απότομες και μεγάλες διακυμάνσεις στην τιμή του άλλωστε δεν το καθιστά αξιόπιστο μέτρο σύγκρισης αξιών και ακόμη λιγότερο ως μέσο αποταμίευσης ή αποθησαύρισης. Πολύ απλά για να αποκτήσει  ένα κρυπτονόμισμα τη σημαντική ιδιότητα  «χρήμα», θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό παντού και από όλους, ώστε όταν εκφράζει κανείς την επιθυμία να πληρώσει με Bitcoin να μην τον κοιτάζουν περίεργα, αλλά να προβαίνουν στην εκτέλεση της συναλλαγής ως εάν επρόκειτο να γίνει σε Δολάρια ή Ευρώ. Για να καθιερωθεί συνεπώς ως χρήμα θα πρέπει να είναι απλό και κατανοητό από όλους.

Νομικά για να φέρει ένα μέσο συναλλαγών την ιδιότητα του χρήματος θα πρέπει μια χώρα τουλάχιστον να το έχει αναγνωρίσει ως επίσημη νομισματική μονάδα. Μέχρι τώρα καμία κεντρική τράπεζα δεν έχει εκδώσει σχετική άδεια κυκλοφορίας, όπως επίσης δεν έχει θεσπιστεί κάποιος χώρος στον οποίον μπορεί να κινείται. Εξαίρεση αποτελεί η Κίνα, η οποία πριν ένα χρόνο επέτρεψε στην κεντρική της τράπεζα να εκδώσει ψηφιακό νόμισμα το λεγόμενο “Digital Currency Electronic Payment”. Όμως και στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για κρυπτονόμισμα, αφού βρίσκεται υπό την εποπτεία της Κινεζικής Κεντρικής Τράπεζας.

Αυτό σημαίνει, ότι το προβαλλόμενο ως μεγάλο πλεονέκτημα, της μη ανάμειξης δηλαδή κάποιας αρχής στην έκδοση και κυκλοφορία του, αποτελεί και το μεγάλο εμπόδιο για να λειτουργήσει ως νόμισμα. Δεν εποπτεύεται συνεπώς από νομισματική αρχή και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει καμία θεσμική εξασφάλιση για τα κρύπτο, όπως πχ. υπάρχει για ένα τμήμα των τραπεζικών καταθέσεων. Έτσι και η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Εποπτική Αρχή (EBA), τα ονομάζει εικονικά νομίσματα (Virtual Currency), τα οποία εκφράζουν μια «ψηφιακή απεικόνιση κάποιας αξίας, η οποία δε δημιουργείται από κάποια κεντρική τράπεζα ή κρατική υπηρεσία  και η οποία δε συνδέεται με κάποιο επίσημο νόμισμα». Πρόσφατα ανακοινώθηκε επίσης, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχεδιάζει την έκδοση και εισαγωγή στο Ευρωσύστημα ψηφιακού νομίσματος, το οποίο, λόγω τεχνικών και λειτουργικών θεμάτων που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά την πρόεδρο κ. Lagarde, θα είναι έτοιμο σε πέντε χρόνια. Όμως και εδώ πρόκειται για μια επίσημα οργανωμένη προσπάθεια και όχι για κρυπτονόμισμα.

Το Bitcoin δεν είναι κινητή αξία

Στο ερώτημα, αφού δεν είναι χρήμα μήπως είναι κινητή αξία, η απάντηση είναι επίσης αρνητική. Τα κρυπτονομίσματα δεν ενσωματώνουν κάποια αξία, όπως οι μετοχές, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, τα παντός είδους δικαιώματα κλπ. Για το λόγο αυτό δεν εντάσσονται  στην εποπτεία των Eθνικών Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς. Σε τοποθέτησή της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών (SEC) δια του διευθυντή της William Hinman, αναφέρεται ρητώς, ότι «το Bitcoin και το Ethereum δεν αποτελούν κινητές αξίες, συνεπώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο της εποπτείας της». Έτσι, για χρόνια Κυβερνήσεις, Κεντρικές Τράπεζες και Επιτροπές Κεφαλαιαγοράς απέφευγαν να ασχοληθούν με το θέμα, με την ελπίδα ότι θα ξεφουσκώσει γρήγορα. Όμως, η διόγκωση των συναλλαγών, φαινόμενα ξεπλύματος χρήματος καθώς και περιπτώσεις απώλειας του συνόλου των επενδεδυμένων κεφαλαίων με παρέμβαση σε ορισμένους λογαριασμούς από Hackers, θορύβησαν τις αρχές με πρώτη την τότε (2018) Γενική Γραμματέα του ΔΝΤ Κα Lagarde, η οποία τόνισε την ανάγκη «για  εποπτεία μέσω  ρυθμίσεων που θα αφορούν συνολικά όλες τις οικονομίες». Σε αυτή την κατεύθυνση, εποπτείας και ελέγχου της συγκεκριμένης δραστηριότητας, εξελίσσεται πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια συντονισμένη προσπάθεια.

Η Ευρώπη αφυπνίζεται και οργανώνει την αγορά κρυπτοαξιών

Αφετηρία αυξημένης εποπτείας και κανόνων στην ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίου, αποτέλεσε η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι ρυθμίσεις που είναι ενσωματωμένες στην οδηγία MiFID II, η οποία από τις 3.1. 2017 αποτελεί τη Βίβλο για τη λειτουργία των αγορών, δεν περιλαμβάνουν το κομμάτι των Cryptoassets (Κρυπτοαξίες), όπως επίσημα πλέον αναφέρονται. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθεί άναρχα μια αγορά σε θολό νομικό τοπίο, όπως επίσης να αποκλείεται και η ανάπτυξη πολλών καινοτόμων κατασκευών ελλείψει νομικού πλαισίου. Μια πρώτη προσπάθεια για να μπουν κανόνες γενικότερα στην αγορά ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων, έγινε από το Λίχτενσταιν. Ακολούθησε η Γερμανία, η οποία έθεσε σε ισχύ από την 1.1.2020 ένα αυστηρό πλαίσιο για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που έχουν ως βάση τα κρυπτονομίσματα. Έτσι, «η αποθήκευση, διαχείριση και η ασφάλεια των κρυπτοαξιών ή των ιδιωτικών κλειδών, οι οποίες εξυπηρετούν τη διατήρηση, την αποθήκευση ή τη μεταφορά  κρυπτοαξιών, χρήζουν αδείας ως πάροχοι χρηματοπιστωτικής υπηρεσίας». Αυτό σημαίνει, ότι θα πρέπει να υποβάλλεται στη Γερμανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (BaFin) Ενημερωτικό Δελτίο για χορήγηση αδείας, ικανοποιώντας όλες τις αυστηρές προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις εταιρείες οι οποίες εμπορεύονται χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Όμως η Γερμανία δεν θα είναι σε λίγο μόνη στο δρόμο που χάραξε. 

Το σχέδιο οδηγίας MiCA (Markets in Crypto-Assets) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζοντας την ανάγκη εναρμόνισης του νομοθετικού πλαισίου για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, κατέθεσε πρόταση με την οποία επιχειρείται να μπει μια τάξη στη λειτουργία των κρυπτοαξιών. Η οδηγία έχει εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις, οι οποίες εκδίδουν κρυπτοαξίες (Digital Assets) ή προσφέρουν υπηρεσίες σχετικές με κρυπτοαξίες. Το έργο βέβαια είναι πολύπλοκο και δυσχερές, αφού επιχειρεί σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο τεχνολογικό πεδίο, με την ανάγκη μάλιστα να καλύπτει κατά ουδέτερο τεχνολογικά τρόπο, όλες τις πτυχές των κρυπτοαξιών. Με τη νέα οδηγία επιδιώκεται η εναρμόνιση μέσω ποιοτικής ταξινόμησης όλων των ψηφιακών αξιών με την κατάληξη σε έναν αποδεκτό από όλους ορισμό για την έννοια της ψηφιακής ή κρυπτοαξίας. Έτσι κατά την MiCA ως κρυπτοαξία ορίζεται «κάθε ψηφιακή κατασκευή αξιών ή δικαιωμάτων, οι οποίες δύνανται, με τη χρησιμοποίηση της DLT (Distributed-Ledger-Technology) ή άλλης παρόμοιας τεχνολογίας, να μεταφέρονται ηλεκτρονικά και να αποθηκεύονται». Χρησιμοποιείται συνεπώς μια ευρεία έννοια για τις κρυπτοαξίες, με την πρόθεση να συμπεριληφθούν όλες εκείνες που έχουν αναφορά σε υπάρχουσες αξίες Tokens (μάρκες) καθώς και  Tokens ηλεκτρονικού χρήματος (E-Money-Tokens) με εξαίρεση τα Security Tokens, τα οποία εποπτεύονται ως χρηματοδοτικό εργαλείο μέσω της MiFID II. Να σημειωθεί, ότι και ο νέος  πρόεδρος της SEC Gary Kennsler, που ορίστηκε από την κυβέρνηση Biden, παρότι θεωρείται από τους πλέον ειδικούς στο χώρο των κρυπτονομισμάτων, στις πρώτες του δηλώσεις ήδη αναφέρθηκε στην ανάγκη για περισσότερες ρυθμίσεις.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε, ότι υπάρχει στο ευρωπαϊκό τραπέζι μια πρόταση, η οποία θα αποτελέσει μελλοντικά μια ενιαία βάση λειτουργίας σε όλες τις χώρες για εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εμπορία και διαχείριση σε μια δευτερογενή αγορά κρυπτοαξιών.  Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, τόσο για τις εταιρείες οι οποίες δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν διαφορετικές εθνικές νομοθεσίες, όπως επίσης και για τους επενδυτές στους οποίους εξασφαλίζεται διαφάνεια μέσω των Ενημερωτικών Δελτίων καθώς και ισότιμη πληροφόρηση. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν συνεχιστεί η άναρχη, χωρίς κανόνες δραστηριότητα των κρυπτοκατασκευαστών, υπάρχει κίνδυνος κατάρρευσης των τιμών της υπέρογκης φούσκας, που έχει ήδη αναπτυχθεί, και να καταρρεύσει το σύνολό της η αγορά. Αυτό δεν θα είναι μόνο οδυνηρό για τους κατόχους των κρυπτονομισμάτων, αλλά θα στερήσει και από την αγορά νέες δραστηριότητες, οι οποίες στηρίζονται στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών.

*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς