Να αλλάξει το πλαίσιο της συζήτησης με τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς, σε δύο κρίσιμα τετ α τετ που θα έχει με την Γερμανίδα καγκελάριο και τον Ολλανδό πρωθυπουργό, θα επιχειρήσει ο Κυριακός Μητσοτάκης, λίγο πριν αρχίσει, στις 23 Σεπτεμβρίου, η διαπραγμάτευση με τους επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών για την τέταρτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει να πείσει τους δύο ηγέτες που ηγούνται της ομάδας των «σκληρών» στην ευρωζώνη, δηλαδή την καγκελάριο Μέρκελ και τον Ολλανδό πρωθυπουργό, Μαρκ Ρούτε, ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει οριστικά πορεία, υλοποιεί με ταχύ βηματισμό τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα πρέπει να δοθεί στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μεγαλύτερος δημοσιονομικός χώρος, ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη.
Ουσιαστικά, ο κ. Μητσοτάκης θα επιδιώξει να δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο συζήτησης, που θα επιτρέψει να εξετασθεί ευνοϊκά από τους δανειστές το ελληνικό αίτημα για χαλάρωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει άμεσα, δηλαδή να πέσει ο στόχος για το 2020 από το 3,5% στο 2,5%, ώστε να ανοίξει γρήγορα χώρος για ελαφρύνσεις φόρων, αλλά στοχεύει σε αλλαγή του στόχου για τη διετία 2021 -2022, χωρίς προς το παρόν να θέτει στο τραπέζι το ακόμη πιο φιλόδοξο αίτημα για αλλαγή του μακροπρόθεσμου στόχου για πλεόνασμα άνω του 2% μετά το 2022.
Προς το παρόν, τόσο η Άνγκελα Μέρκελ, όσο και ο Γερμανός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, έχουν εκφρασθεί αρνητικά για οποιαδήποτε συζήτηση περί αλλαγής του δημοσιονομικού στόχου, καθώς αυτό θα άνοιγε αυτόματα μια νέα και πολύ δύσκολη διαπραγμάτευση για νέες ελαφρύνσεις χρέους.
Σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, η Γερμανίδα καγκελάριος, όπως και ο Ολλανδός πρωθυπουργός, αναμένεται να εμφανισθούν ανοικτοί σε συζητήσεις για το πλεόνασμα αργότερα, θέτοντας όμως ως προϋπόθεση για να ανοίξει αυτή η διαπραγμάτευση να δώσει καλά δείγματα γραφής η κυβέρνηση στη συζήτηση με τους Θεσμούς για την τέταρτη αξιολόγηση και να καταρτίσει ένα προϋπολογισμό για το 2020, που θα καλύπτει με πειστικό τρόπο το στόχο για πλεόνασμα 3,5%.
Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός αναμένεται να τονίσει ότι η εξίσωση της βιωσιμότητας του χρέους αλλάζει ήδη προς το καλύτερο και απελευθερώνει χώρο για μείωση του στόχου για το πλεόνασμα της διετίας 2021 – 2022, ακόμη και χωρίς να χρειασθεί μια νέα ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους δανειστές.
Ειδικότερα, αυτό που τονίζεται από την ελληνική πλευρά είναι ότι η χώρα μπορεί πλέον να δανείζεται με πολύ χαμηλότερα επιτόκια από αυτά που έχουν εγγραφεί στους υπολογισμούς της έκθεσης βιωσιμότητας για το χρέος (σχεδόν 5%) και αυτό μειώνει αρκετά τις δαπάνες τόκων, καθιστώντας σχεδόν αυτοχρηματοδοτούμενη τη μείωση του στόχου για το πλεόνασμα της διετίας 2021 – 2022.
Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η αλλαγή του κλίματος με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων θα φέρει γρήγορα, πιθανότατα μέσα στο 2020, μια επιτάχυνση της ανάπτυξης, που, μαζί με τα οφέλη από τη μείωση των επιτοκίων, θα επιτρέψει το κατέβασμα του «πήχη» για τα πλεονάσματα, χωρίς κόστος για τους δανειστές μας.
Σε μια κίνηση καλής θέλησης προς τους Ευρωπαίους, εξάλλου, η κυβέρνηση εμφανίζεται ανοικτή σε κάθε συζήτηση με τους δανειστές για τον προγραμματισμό των φοροελαφρύνσεων που έχει υποσχεθεί, ώστε να είναι βέβαιο ότι το 2020 ο προϋπολογισμός θα κλείσει με πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5% του ΑΕΠ και να δημιουργηθεί ο πολιτικός χώρος για τη διαπραγμάτευση για το πλεόνασμα.
Στις συζητήσεις που θα γίνουν από τις 23 Σεπτεμβρίου, η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει να «κλειδώσει» μόνο την ελάφρυνση φόρων για τις επιχειρήσεις, ενώ οι υπόλοιπες ελαφρύνσεις που έχει σχεδιάσει, όπως η κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και τέλους επιτηδεύματος, η μείωση φορολογικών συντελεστών για φυσικά πρόσωπα και η μείωση του ΦΠΑ παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο να «διαχυθούν» στη διάρκεια της τετραετίας, ώστε να «προστατευθεί» ο πρώτος προϋπολογισμός της νέας κυβέρνησης από αποκλίσεις και να περάσει αυτές τις κρίσιμες εξετάσεις με υψηλή βαθμολογία.