Πολιτική

Κόντρα στο ΔΝΤ η απόφαση Ευρωδικαστηρίου για τις απολύσεις


 

Σε μια ισορροπημένη απόφαση για το καθεστώς ελέγχου των ομαδικών απολύσεων κατέληξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αφήνοντας αρκετά περιθώρια στην κυβέρνηση να υιοθετήσει μια νέα ρύθμιση, που δεν θα αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο, και θέτοντας σε νέα βάση τη διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς.

Το σημαντικότερο στοιχείο της απόφασης, όπως τονίζουν εργατολόγοι, είναι ότι βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το πνεύμα των υποδείξεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για πλήρη απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, αφού επιτρέπει στις ελληνικές αρχές να παρεμβαίνουν για να απαγορεύουν προγράμματα απολύσεων, χωρίς όμως να περιορίζουν υπέρμετρα την ελευθερία των επιχειρήσεων.

Ειδικότερα, όπως τονίζεται στην ανακοίνωση του Δικαστηρίου για την υπόθεση Lafarge/Τσιμέντα Χαλκίδας, «το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει καταρχήν σε κράτος μέλος να εναντιώνεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, σε ομαδικές απολύσεις προκειμένου να προστατεύονται οι εργαζόμενοι και η απασχόληση. Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας τέτοιας εθνικής ρύθμισης, η οποία πρέπει να κατατείνει στον συγκερασμό και στη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης και, αφετέρου, της ελευθερίας εγκατάστασης και της επιχειρηματικής ελευθερίας των εργοδοτών, τα προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια τα οποία πρέπει να εφαρμόζει η αρμόδια αρχή, προκειμένου να εναντιωθεί σε σχέδιο ομαδικών απολύσεων, δεν μπορούν να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο γενικό και ασαφή».

Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ισχύον καθεστώς, που δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να απορρίπτουν προγράμματα ομαδικών απολύσεων με βάση γενικά κριτήρια αξιολόγησης «ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης στην Ελλάδα. Μια τέτοια ρύθμιση είναι ικανή να καταστήσει εξαρχής λιγότερο ελκυστική την πρόσβαση στην ελληνική αγορά και, εν συνεχεία, να περιορίσει σημαντικά ή και να εξαλείψει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών να ρυθμίσουν τη δραστηριότητά τους ή και να την παύσουν, αποδεσμεύοντας, στο πλαίσιο αυτό, τους εργαζομένους τους οποίους έχουν προηγουμένως προσλάβει. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπιστώνει περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως είναι η προστασία των εργαζομένων ή η αύξηση της απασχόλησης και των προσλήψεων».

Το Δικαστήριο «δίνει γραμμή» για μια ρύθμιση των ομαδικών απολύσεων συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, καθώς διαπιστώνει ότι «δεν είναι αντίθετη στην ελευθερία εγκατάστασης που κατοχυρώνεται με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ ούτε στην επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται με το άρθρο 16 του Χάρτη εθνική νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους κατά την οποία τα σχέδια ομαδικών απολύσεων πρέπει, προτού υλοποιηθούν, να κοινοποιούνται σε εθνική αρχή με εξουσία ελέγχου στο πλαίσιο της οποίας δύναται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εναντιώνεται σε τέτοιο σχέδιο για λόγους προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης».

Ακολούθως, το Δικαστήριο σημειώνει τα εξής:

«Πράγματι, ένα τέτοιο σύστημα δεν συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς του, τον αποκλεισμό κάθε δυνατότητας των επιχειρήσεων να προβαίνουν σε ομαδικές απολύσεις, αλλά αποσκοπεί μόνο στη ρύθμιση της δυνατότητας αυτής, προκειμένου να επιτευχθεί δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων που συνδέονται με την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης (ιδίως την προστασία έναντι αδικαιολόγητων απολύσεων) και, αφετέρου, των συμφερόντων που σχετίζονται με την ελευθερία εγκατάστασης.

Το Δικαστήριο καταλήγει ότι το εν λόγω σύστημα μπορεί να ικανοποιεί τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας και, εξάλλου, δεν θίγει το ουσιαστικό περιεχόμενο της επιχειρηματικής ελευθερίας.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο εξετάζει τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια ομαδικών απολύσεων. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρώτο κριτήριο (συμφέρον της εθνικής οικονομίας) δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς η επίτευξη σκοπών οικονομικής φύσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί περιορισμό ελευθερίας όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης. Αντιθέτως, όσον αφορά τα δύο άλλα κριτήρια εκτίμησης (κατάσταση της επιχείρησης και συνθήκες της αγοράς εργασίας), μπορεί καταρχήν να γίνει δεκτό ότι σχετίζονται με την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης, που αποτελούν θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει, ωστόσο, ότι τα δύο αυτά κριτήρια έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο υπέρμετρα γενικό και ασαφή. Κατά συνέπεια, οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες δεν γνωρίζουν υπό ποιες συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις μπορούν οι ελληνικές αρχές να εναντιωθούν σε σχέδια ομαδικών απολύσεων: οι περιπτώσεις είναι πολυάριθμες, απροσδιόριστες και μη προσδιορίσιμες, τα δε κριτήρια αυτά παρέχουν στις ελληνικές αρχές ευρύ περιθώριο εκτίμησης που δεν μπορεί ευχερώς να ελεγχθεί. Τέτοια κριτήρια, τα οποία είναι ασαφή και δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές και δυνάμενες να ελεγχθούν προϋποθέσεις, υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και, ως εκ τούτου, δεν ικανοποιούν τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας.

Τέλος, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα του ελληνικού δικαστηρίου (σ.σ.: του Συμβουλίου της Επικρατείας), το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το γεγονός ότι σε ένα κράτος μέλος επικρατούν συνθήκες χαρακτηριζόμενες από οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας δεν διαφοροποιεί την προηγούμενη λύση. Συγκεκριμένα, ούτε η οδηγία ούτε η Συνθήκη ΛΕΕ προβλέπουν δυνατότητα παρέκκλισης εφόσον επικρατούν τέτοιες συνθήκες σε εθνικό επίπεδο».