Πολιτική

Κόντρα εφοπλιστών-Κομισιόν για τη φορολόγηση


 «Δεν υφίσταται καμία ουσιαστική στρέβλωση του ανταγωνισμού στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ενδεχόμενες αλλαγές στο θεσμικό και δημοσιονομικό πλαίσιο, θα μπορούσαν να έχουν απρόβλεπτες συνέπειες, που θα ήταν επιζήμιες όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση».

Αυτό τονίζει σε ανακοίνωσή της η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, με αφορμή αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς την Ελλάδα τον περασμένο μήνα, με το οποίο ζητείται εντός δύο μηνών, να επανεξετάσει ποια πλοία είναι επιλέξιμα για υπαγωγή στο ελληνικό ευνοϊκό φορολογικό σύστημα και να εξαιρέσει από το προτιμησιακό καθεστώς τα αλιευτικά σκάφη, τα ρυμουλκά, καθώς και τα σκάφη αναψυχής (γιοτ) χωρίς πλήρωμα που ενοικιάζονται σε τουρίστες.

Η Επιτροπή θεωρεί, ότι οι ισχύουσες διατάξεις μπορεί να παραβιάζουν τους κανόνες της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, καθώς παρέχουν τη δυνατότητα σε μετόχους ναυτιλιακών εταιρειών αλλά και ενδιάμεσους φορείς του ναυτιλιακού τομέα να επωφελούνται από ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση η οποία θα έπρεπε να παρέχεται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις θαλάσσιων μεταφορών.

Όπως τονίζει η ΕΕΕ, στο πλαίσιο της ανεπίσημης διερεύνησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ξεκίνησε το 2012, τα βασικά επιχειρήματα που προβλήθηκαν από τις ελληνικές αρμόδιες αρχές και την Ένωση των Εφοπλιστών στηρίζονται στα εξής γεγονότα:

Το ελληνικό ναυτιλιακό θεσμικό πλαίσιο προϋπήρχε των Κατευθυντήριων Γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στις θαλάσσιες μεταφορές για πολλά χρόνια. Επίσης το ελληνικό μοντέλο του φόρου χωρητικότητας για τα πλοία, υιοθετήθηκε το 1953 και θεσμοθετήθηκε εκ νέου το 1975, αποτελώντας το «προηγούμενο» για την ανάπτυξη των Κατευθυντήριων Γραμμών και των σχετικών συστημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διεθνώς.

Επομένως, όπως αναφέρει η ΕΕΕ, η Ελλάδα δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση την εξαίρεση ενώ προσθέτει ότι «το ελληνικό ναυτιλιακό πλαίσιο αποτελεί προενταξιακό δίκαιο, που αναγνωρίσθηκε πλήρως κατά την εισδοχή της Ελλάδας το 1981 στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και δεν έχει αμφισβητηθεί έως σήμερα, αποτελώντας σημαντικό τμήμα της εθνικής πολιτικής για την προσέλκυση επενδύσεων στο ναυτιλιακό τομέα».

Υπογραμμίζει εξάλλου ότι ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού φορολογικού πλαισίου της ναυτιλίας έχει κατοχυρωθεί με συνταγματικές εγγυήσεις, που υιοθετήθηκαν στο Σύνταγμα του 1975, ενώ αναφέρει ότι οι Κατευθυντήριες Γραμμές του 1997 δεν υιοθετήθηκαν με τη μορφή κοινοτικής Οδηγίας ή Κανονισμού, ώστε να αποσκοπούν στην επιβολή ομοιόμορφης εφαρμογής τους στα κράτη μέλη της ΕΕ.

«Είναι αξιοσημείωτο γεγονός ότι ο «θάνατος» της ευρωπαϊκής εμπορικής ναυπηγικής βιομηχανίας επήλθε λόγω της έλλειψης κατάλληλης υποστήριξης προς αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού» τονίζει η ΕΕΕ, ενώ συμπληρώνει, ότι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά στο ελληνικό σύστημα φορολογίας της ναυτιλίας και η δήλωσή της ότι η υπόθεση αυτή θα χρησιμοποιηθεί ως προηγούμενο για την επανεκτίμηση και των άλλων ευρωπαϊκών ναυτιλιακών συστημάτων, θα διαταράξει σοβαρά το ναυτιλιακό τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά από είκοσι χρόνια επιτυχούς ανάπτυξης.

Η ΕΕΕ συμπληρώνει ότι η ελληνική ναυτιλιακή βιομηχανία δεν ήταν ποτέ μέρος του προβλήματος του χρέους του ελληνικού κράτους, αντιθέτως η συνεισφορά της στην ελληνική οικονομία και στο ισοζύγιο πληρωμών τα τελευταία 35 χρόνια έχει συστηματικά αποδειχθεί ουσιώδης και αναντικατάστατη, κυρίως μετά τον επαναπατρισμό των ελληνικών ναυτιλιακών εταιριών που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980.

Επιπλέον όπως ξεκαθαρίζει η ΕΕΕ αποτελεί σοβαρή παρανόηση ότι η φορολογία των ελληνικών ναυτιλιακών εταιριών και των πλοιοκτητών είναι πολύ χαμηλή ή ανύπαρκτη. Προσθέτει επίσης ότι στην πραγματικότητα η φορολογία έχει αυξηθεί, τα τελευταία χρόνια λόγω των πρωτοποριακών συμφωνιών με την ελληνική κυβέρνηση, σε άνευ προηγουμένου επίπεδα και συγκαταλέγεται πλέον στο σύνολό της μεταξύ των υψηλότερων επιπέδων ναυτιλιακής φορολογίας παγκοσμίως.

Η ΕΕΕ στην ανακοίνωσή της εκφράζει την ανησυχία της ότι το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε από την απόφαση της ΕΕ θα υποσκάψει σοβαρά έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας σε μια χρονική περίοδο εξαιρετικά υψηλής ανεργίας και άμεσης ανάγκης προοπτικών ανάπτυξης.

Παράλληλα αναφέρει ότι δεν αποκλείεται η Ευρωπαϊκή Ένωση να χάσει ένα σημαντικό τμήμα του στόλου της και του ευρύτερου πλέγματος ναυτιλιακών δραστηριοτήτων.