Το τετραήμερο της Δευτέρας 04/09 ως και την Πέμπτη 07/09/2023, μια πρωτοφανής κακοκαιρία (κακοκαιρία «Δανιήλ») έπληξε με διάρκεια και σφοδρότητα αρκετές περιοχές της χώρας, με τη μεγαλύτερη ένταση των φαινομένων στην περιοχή της Θεσσαλίας.
Κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας, καταρρίφθηκαν πολλά ρεκόρ στη χώρα μας, όπως το ημερήσιο ύψος βροχής (Ζαγορά, Μακρινίτσα και Βόλος) αλλά και μηνιαίου ύψους βροχής (Μακρινίτσα). Βάσει προσεγγιστικών υπολογισμών εκτιμάται ότι στη λεκάνη απορροής του Πηνειού ποταμού (η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας) έπεσαν συνολικά πάνω από 5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού, ποσότητα που αντιστοιχεί στην κατανάλωση νερού δεκατεσσάρων χρόνων στην Αττική. Ο χάρτης που ακολουθεί παρουσιάζει τα συνολικά ύψη βροχής στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας.
Οι ψυχρές αέριες μάζες στη μέση και ανώτερη τροπόσφαιρα (ψυχρή λίμνη) σε συνδυασμό με την επικράτηση θερμών και υγρών αερίων μαζών στην κατώτερη τροπόσφαιρα, συνέβαλαν στην ανάπτυξη έντονης ατμοσφαιρικής αστάθειας πάνω από την περιοχή και τη δημιουργία εκτεταμένων καταιγίδων. Αν και η παρουσία της ψυχρής λίμνης δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο, η επικράτηση υψηλών τιμών θερμοκρασίας στην επιφάνεια της θάλασσας και στον υπερκείμενο αέρα αυτή την περίοδο του έτους συνέβαλε στην έντονη ατμοσφαιρική αστάθεια που αναπτύχθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και στη Θεσσαλία.
Κακοκαιρία «Ηλίας»
Η Θεσσαλία και η Εύβοια είναι από τις περιοχές της χώρας που δέχτηκαν εκ νέου πολύ μεγάλα ύψη βροχής κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας «Ηλίας», όταν νέα ψυχρή λίμνη, σε συνδυασμό με χαμηλές πιέσεις στην επιφάνεια, προκάλεσε νέο κύμα κακοκαιρίας από τη Δευτέρα 25/09 έως και την Πέμπτη 28/09/2023. Η αργή κίνηση της ψυχρής λίμνης σε συνδυασμό με την έντονη μεταφορά υδρατμών από το Αιγαίο προς την ανατολική ηπειρωτική χώρα προκάλεσε την εκδήλωση ισχυρών και επίμονων βροχών και καταιγίδων, κυρίως σε περιοχές της Εύβοιας και εκ νέου της Θεσσαλίας.
Η πρώτη κακοκαιρία προκάλεσε το θάνατο 17 πολιτών και τεράστιες καταστροφές στη γεωργική γη, τη ζωική παραγωγή και τις υποδομές της περιοχής. Η δεύτερη κακοκαιρία ευτυχώς δεν είχε ανθρώπινα θύματα, αλλά επιδείνωσε περαιτέρω τα τεράστια προβλήματα στις υποδομές της περιοχής και ενέτεινε ακόμα περισσότερο τα προβλήματα των κατοίκων, τόσο στα αστικά κέντρα, όπως ο Βόλος, αλλά και σε πολλά πλημμυρισμένα χωριά του θεσσαλικού κάμπου. Οι πολυδιάστατες επιπτώσεις των δύο κακοκαιριών σε πολλούς τομείς της τοπικής οικονομίας θα αναλυθούν στα επόμενα μέρη αυτής της συλλογικής προσπάθειας κατανόησης και αποτύπωσης των συνεπειών των δύο κακοκαιριών.
Τρία ερωτήματα που χρήζουν απάντησης
Οι δύο διαδοχικές κακοκαιρίες, σε μεγαλύτερο βαθμό η πρώτη (Δανιήλ) και σε μικρότερο η δεύτερη (Ηλίας), προκάλεσαν ένα σοκ όχι μόνο στις τοπικές κοινωνίες αλλά και στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού. Τρία κεντρικά ερωτήματα εγείρονται σε συνέχεια των πρόσφατων κακοκαιριών:
- Θα είναι αυτά τα -πρωτόγνωρα σε ένταση- καιρικά φαινόμενα η νέα «κανονικότητα»;
- Πόσο συχνότερα θα εκδηλώνονται;
- Πόσο έτοιμοι είμαστε να τα προβλέπουμε και να εκδίδουμε σχετικές ειδοποιήσεις;
Τα δύο πρώτα ερωτήματα έχουν ήδη απαντηθεί διεξοδικά από τη διεθνή και ελληνική επιστημονική κοινότητα αρκετά χρόνια τώρα. Λόγω της επιταχυνόμενης κλιματικής αλλαγής τέτοιας έντασης φαινόμενα εμφανίζονται ήδη συχνότερα και δυστυχώς η συχνότητα τους θα αυξηθεί περαιτέρω μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Το είδαμε άλλωστε πρόσφατα και σε άλλες περιπτώσεις, όπως με τις καταστροφικές πλημμύρες στη Δυτική Κρήτη τον Φεβρουάριο του 2019, με το μεσογειακό κυκλώνα «Ιανό» το Σεπτέμβριο του 2020 και με τις πλημμύρες στην Ανατολική Κρήτη τον Οκτώβριο του 2022.
Το τρίτο ερώτημα απαντήθηκε από τα ίδια τα γεγονότα κατά τη διάρκεια των δύο πρόσφατων κακοκαιριών. Υστερούμε, δυστυχώς, στο σχεδιασμό και την υλοποίηση έργων και υπηρεσιών που θα βοηθούν τις Αρχές και τους πολίτες να είναι καλύτερα ενημερωμένοι πριν και κατά τη διάρκεια ενός έντονου ήκαι ακραίου καιρικού φαινομένου. Η λειτουργία της πολιτικής προστασίας της χώρας χρήζει εκ βάθρων επανασχεδιασμού και όπως είχαμε προτείνει σε σχετικά άρθρα στο Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΠΒΑ) θα πρέπει να προτάξει έξι βασικές προτεραιότητες:
1. Επενδύσεις σε μετρητικά δίκτυα, κυρίως μετεωρολογικά ραντάρ και αυτόματους μετεωρολογικούς σταθμούς: Δίκτυο ραντάρ δεν λειτουργεί σήμερα στη χώρα μας, ενώ η αξία της ύπαρξης πυκνού δικτύου σταθμών (όπως αυτό που λειτουργεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών) αποδείχθηκε και στις δύο πρόσφατες κακοκαιρίες, επιτρέποντας τη λεπτομερή αποτύπωση των καιρικών φαινομένων κατά τη διάρκεια εκδήλωσής τους. Τα δίκτυα αυτά πρέπει να επεκταθούν και να υποστηρίζονται συστηματικά από την Πολιτεία.
2. Επιχειρησιακή αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων σε θέματα παρατήρησης και πρόγνωσης καιρού, με ενσωμάτωση της καινοτομίας στις επιχειρησιακές αποφάσεις: Χρειαζόμαστε εξειδικευμένες προγνώσεις που θα εστιάζουν στη χρήση αριθμητικών μοντέλων πρόγνωσης ύψους βροχής. Αυτά, σε συνδυασμό με τον προγενέστερο εντοπισμό περιοχών επιρρεπών σε πλημμύρες (θέμα το οποίο θα συζητηθεί αναλυτικά στο 2ο άρθρο του αφιερώματος για τις πρόσφατες πλημμύρες στη Θεσσαλία) μπορούν να βοηθήσουν αποτελεσματικά την άμυνα απέναντι στα αποτελέσματα των φαινομένων (πχ. ποιες λεκάνες απορροής είναι σε υψηλό κίνδυνο πλημμύρας).
3. Δημιουργία μόνιμης και χωρίς αποκλεισμούς taskforceως σημείου διεπαφής όλων των επιστημονικών και επιχειρησιακών φορέων της χώρας: Η επιστημονική αυτή επιτροπή θα βρίσκεται σε μόνιμη συνεργασία για την ανάπτυξη νέων εργαλείων παρατήρησης και πρόγνωσης του καιρού και θα υποστηρίζει την πολιτική προστασία πριν και κατά τη διάρκεια εξέλιξης ενός έντονου καιρικού φαινομένου.
4. Ολοκληρωμένη και άμεση ενημέρωση των περιφερειακών και τοπικών αρχών, με ταυτόχρονη διασύνδεσή τους με τη ροή των πληροφοριών (παρατηρήσεις και προγνώσεις): Σήμερα η ροή των σχετικών πληροφοριών σε τοπικό επίπεδο δεν υφίσταται, ενώ είναι προφανές ότι η καλύτερη ενημέρωση πριν και κατά τη διάρκεια εξέλιξης ενός έντονου καιρικού φαινομένου θα βοηθήσει στην καλύτερη προετοιμασία και ετοιμότητα των τοπικών δυνάμεων πολιτικής προστασίας.
5. Διαμόρφωση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης: Η λειτουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης είναι πλέον απαίτηση και του ΟΗΕ και του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, και τα συστήματα αυτά θα πρέπει να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν τόσο σε κεντρικό επίπεδο (σήμερα δίνεται μόνο μια αδρή χρωματική ειδοποίηση σε επίπεδο περιφερειών της χώρας) όσο και σε τοπικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τα κλιματολογικά χαρακτηριστικά, τις ιδιαιτερότητες και την τρωτότητα της κάθε γεωγραφικής περιοχής της χώρας.
6. Εκπαίδευση και αξιοποίηση εθελοντικών ομάδων στις δράσεις κατά της διάρκεια εξέλιξης ενός έντονου καιρικού φαινομένου: Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να αξιοποιηθούν όχι μόνοι οι υπάρχουσες πιστοποιημένες εθελοντικές ομάδες, αλλά και ομάδες πολιτών, σε συνεχή συνεργασία με του Δήμους.
Οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας για την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση
Εν κατακλείδι, οι επιπτώσεις των πρόσφατων κακοκαιριών επιβεβαίωσαν με τον πιο τραγικό τρόπο ότι το υφιστάμενο σύστημα πολιτικής προστασίας -με τα αποσπασματικά μέτρα, τις ξεπερασμένες μεθοδολογίες, τους αποκλεισμούς επιστημονικών φορέων και τις συνεχείς αλλαγές στρατηγικών στους συναρμόδιους φορείς του συστήματος πολιτικής προστασίας έπειτα από κάθε αλλαγή πολιτικής ηγεσίας- αδυνατεί να προστατεύσει τις ανθρώπινες ζωές, την περιουσία των πολιτών, τις συλλογικές υποδομές και εντέλει τις προοπτικές βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας στις πληττόμενες περιοχές.
Τα νέα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια σε όλη της χώρα καλούνται συνεπώς να κάνουν άμεσα ένα αποφασιστικό ποιοτικό άλμα αναπτύσσοντας σύγχρονα και ολοκληρωμένα στρατηγικά σχέδια για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τοπικών κοινωνιών έναντι των σφοδρών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Όπως υπογραμμίστηκε σε πρόσφατα άρθρο του ΠΒΑ , επείγει δηλαδή η υιοθέτηση ενός μοντέλου διακυβέρνησης στην τοπική αυτοδιοίκηση που θα αξιοποιεί την επιστημονική γνώση, θα επενδύει στη γνωσιακή και επιχειρησιακή ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών και των μελών τους και θα καλλιεργεί μια αποτελεσματική κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Το μοντέλο αυτό βρίσκεται στον αντίποδα υφιστάμενων πρακτικών διακυβέρνησης που προωθούν την άναρχη και μη βιώσιμη ανάπτυξη και που μεσοπρόθεσμα θα πολλαπλασιάζουν -αντί να μετριάζουν- τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα τοπικά κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά συστήματα.
Κώστας Λαγουβάρδος, Μετεωρολόγος, Διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών &Γιάννης Ευσταθόπουλος, Οικονομολόγος, Συντονιστής Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης ΕΝΑ
Η ανάλυση περιλαμβάνεται στον θεματικό φάκελο του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία: Από τον απολογισμό στο σχεδιασμό νέων πολιτικών για την κλιματική ανθεκτικότητα».