Μια «ξεχασμένη» εδώ και 15 χρόνια υπουργική απόφαση για την προστασία των καταναλωτών από επιβαρύνσεις που επιβάλλουν οι τράπεζες και έχουν κριθεί παράνομες από τα δικαστήρια εφάρμοσε το υπουργείο Ανάπτυξης για να επιβάλει βαρύ πρόστιμο σε τράπεζα, δημιουργώντας πολεμικό κλίμα με τον κλάδο για ένα θέμα υψηλής ευαισθησίας για τις τράπεζες.
Η εν λόγω υπουργική απόφαση (Ζ1-798/2008) φέρει την υπογραφή του τότε υπουργού Ανάπτυξης, Χρήστου Φώλια και βασίζεται στον νόμο για την προστασία του καταναλωτή (ν. 2251/1994). Ο Χρ. Φώλιας, παρά τις έντονες τότε αντιδράσεις της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, είχε ικανοποιήσει ένα βασικό αίτημα των καταναλωτικών οργανώσεων και του νομικού κόσμου της χώρας, που είχαν κερδίσει στα δικαστήρια πολλές υποθέσεις σχετικές με τις χρεώσεις που επιβάλλουν οι τράπεζες για πολλές κατηγορίες χορηγήσεων, από τα στεγαστικά δάνεια ως τις πιστωτικές κάρτες.
Έτσι, ο κ. Φώλιας είχε υπογράψει την υπουργική απόφαση με θέμα «Απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις». Μια απόφαση, όπου ουσιαστικά συγκεντρώνονταν όλοι οι επιμέρους Γενικοί Όροι Συναλλαγών που είχαν κριθεί ως καταχρηστικοί από τα δικαστήρια με αμετάκλητες αποφάσεις και απαγορευόταν στις τράπεζες να τους εφαρμόζουν στο εξής.
Με βάση αυτή την απόφαση, οι ελεγκτικές υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης είχαν πλέον τη δυνατότητα να εξετάζουν καταγγελίες καταναλωτών για εφαρμογή από τις τράπεζες καταχρηστικών όρων συναλλαγών και να επιβάλλουν πρόστιμα. Οι τράπεζες σε μεγάλο βαθμό προσαρμόσθηκαν στο πνεύμα της υπουργικής απόφασης, προχωρώντας σε αλλαγές και προσαρμογές των Γενικών Όρων Συναλλαγών. Πολύ σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις όπου τράπεζα ελέγχθηκε με βάση τη συγκεκριμένη υπουργική απόφαση και από πολλούς η ύπαρξή της είχε ξεχασθεί.
Βαρύ πρόστιμο για έξοδα στεγαστικού δανείου
Στους τραπεζικούς κύκλους προκάλεσε έκπληξη η ανακοίνωση που εξέδωσε το υπουργείο Ανάπτυξης αργά την Παρασκευή, εν μέσω εορτών και αργιών, με την οποία γνωστοποίησε ότι επιβλήθηκε πολύ βαρύ πρόστιμο, συνολικού ύψους 250.000 ευρώ, στην Alpha Bank «για παράνομη επιβάρυνση δανειολήπτη στεγαστικού δανείου».
Όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση, «μετά από εξέταση σχετικής καταγγελίας στη Γενική Διεύθυνση Αγοράς και Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, διαπιστώθηκε επιβάρυνση συγκεκριμένου δανειολήπτη με έξοδα εξέτασης αιτήματος δανειοδότησης. Ο όρος περί χρέωσης δαπάνης, προκειμένου να εξεταστεί από την τράπεζα αίτημα δανειοδότησης κρίνεται καταχρηστικός με βάση το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 σε συνδυασμό με την Υπουργική Απόφαση Ζ1-798/2008 και κατά παράβαση αυτής, ως αδιαφανής. Η διαδικασία αυτή δεν εξηγεί επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν τα έξοδα του πιστωτικού ιδρύματος, δημιουργώντας σύγχυση στον δανειολήπτη για το τι τελικά καλύπτει».
Από την πλευρά της Alpha Bank, γίνεται σαφές ότι όχι μόνο δεν αποδέχεται το πρόστιμο και αμφισβητεί τον τρόπο εφαρμογής του νόμου από τις ελεγκτικές υπηρεσίες, αλλά επικαλείται το κανονιστικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το οποίο νομιμοποιείται η χρέωση των εξόδων που το υπουργείο Ανάπτυξης έκρινε ότι είναι καταχρηστικά και δημιουργούν συνθήκες αδιαφάνειας. Η τράπεζα σκοπεύει να αμφισβητήσει δικαστικά το πρόστιμο.
«Δεν ήταν αναλογική η χρέωση»
Σύμφωνα με την τράπεζα, η απόφαση αφορά έξοδα στεγαστικού δανείου που ο πελάτης έλαβε το 2012, ενώ η καταγγελία κατατέθηκε τον Ιανουάριο 2021.Ο καταγγέλλων, κατά πάγια πρακτική, έλαβε έγγραφη προσυμβατική ενημέρωση όπου, μεταξύ άλλων, ρητώς ενημερώθηκε για το ποσό που καλείτο να καταβάλει εφάπαξ και δίχως να εκφράσει την παραμικρή επιφύλαξη προχώρησε στην υπογραφή της σύμβασης. Οι σχετικές χρεώσεις (έξοδα) είναι σύμφωνες με τη νομοθεσία και τις σχετικές οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος που έχουν σταλεί και υιοθετηθεί από το σύνολο των τραπεζών, τονίζεται από την πλευρά της Alpha.
Σύμφωνα με την Πράξη Διοικητή της ΤτΕ 178/2004, επισημαίνεται από την τράπεζα, «Οι εφάπαξ δαπάνες, τα έξοδα υπέρ τρίτων καθώς και οι αμοιβές για ειδικές υπηρεσίες που εισπράττονται από τα πιστωτικά ιδρύματα κατά τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων (στις οποίες περιλαμβάνονται και η ανάληψη μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών), διαμορφώνονται όχι κατ’ αναλογικό τρόπο, αλλά καθορίζονται σε σταθερό, κατά περίπτωση, ποσό που να δικαιολογείται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας».
Περαιτέρω, επισημαίνεται από την τράπεζα, στην υπ’ αριθ. 53/16.1.2003 επιστολή της Τράπεζα της Ελλάδος περί παροχής διευκρινίσεων σχετικά με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, αναφέρεται ότι οι δυνάμενες, να μετακυλισθούν στον δανειολήπτη περιπτώσεις αμοιβών, δαπανών και εξόδων υπέρ τρίτων του κεφ. ΣΤ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, συνιστούν επιβαρύνσεις που καλύπτουν ειδικό λειτουργικό κόστος, καταβάλλονται εφάπαξ και εξειδικεύονται κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος τους. Στην εν λόγω επιστολή της ΤτΕ αναφέρεται ρητώς ότι εμπίπτουν στις επιβαρύνσεις αυτές και οι δαπάνες εξέτασης αιτήματος δανειοδοτήσεως και προεγκρίσεως δανείου.
Και η τράπεζα καταλήγει σημειώνοντας ότι: Δεδομένου ότι η εν λόγω χρέωση αποτελεί πάγια τραπεζική πρακτική για το σύνολο του κλάδου, προβλέπεται στην Πράξη της ΤτΕ, είναι διαφανής και ευδιάκριτη στον τιμοκατάλογο της Τράπεζας, συγκεκριμένου ύψους και όχι αναλογική με το ύψος του δανείου και, τέλος, αφορά μόνον περιπτώσεις δανείων που τελικά εκταμιεύονται, η Τράπεζα προτίθεται να προσβάλει την απόφαση της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, αναμένοντας δικαίωση των θέσεών της στο πλαίσιο ανάλογων δικαστικών αποφάσεων που έχουν κρίνει αντίστοιχες χρεώσεις στο παρελθόν.
Τα δεδομένα της δικαστικής «μάχης»
Νομικοί τονίζουν ότι η δικαστική «μάχη» της Alpha Bank με το υπουργείο Ανάπτυξης θα έχει αρκετό ενδιαφέρον και η απόφαση που θα εκδοθεί θα αφορά πολλές περιπτώσεις δανειοληπτών που έχουν λάβει στεγαστικά δάνεια και επιβαρύνθηκαν με διάφορες χρεώσεις, πέραν των τόκων που πληρώνουν στη διάρκεια εξυπηρέτησης των δανείων.
Πάντως, το σημείο - κλειδί στην επικείμενη δικαστική διαμάχη, φαίνεται ότι θα είναι το αν η προμήθεια που καταβλήθηκε για την εξέταση αιτήματος δανείου ήταν ανάλογη με το ποσό του δανείου, ή συγκεκριμένου ύψους και ανεξάρτητα από το ποσό του δανείου. Η Alpha Bank υποστηρίζει, όπως προαναφέρθηκε, ότι ήταν συγκεκριμένου ύψους και όχι αναλογική.
Η υπουργική απόφαση, που βασίζεται σε προηγούμενες, αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, απαγορεύει τις προμήθειες τέτοιου είδους μόνο όταν είναι αναλογικές, δηλαδή επιβάλλονται ως ποσοστό του ποσού του δανείου, πρακτική που εφάρμοζαν στο παρελθόν οι τράπεζες, αλλά πλέον έχει σταματήσει λόγω δικαστικών αποφάσεων και της υπουργικής απόφασης Φώλια.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων (σ.σ.: αρχικά, η απόφαση κάλυπτε μόνο τις συμβάσεις δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, αλλά από το 2011 καλύπτει όλες τις συμβάσεις, δηλαδή και αυτές για δάνεια με σταθερό επιτόκιο), αναφέρεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή Γενικών Όρων Συναλλαγών που προβλέπουν
- Την είσπραξη από το Πιστωτικό Ίδρυμα εξόδων «χρηματοδότησης», «προέγκρισης δανείου», ή «εξέτασης αιτήματος δανείου», κλιμακούμενων ανάλογα με το ποσόν του δανείου,
- Όρου που προβλέπει την επιβολή ποσού «προμήθειας» ή «εξόδων φακέλου».
Με αυτά τα δεδομένα, από τραπεζικούς κύκλους τονίζεται ότι η απόφαση του υπουργείου Ανάπτυξης ξέφυγε από πνεύμα και το γράμμα της υπουργικής απόφασης και η Alpha Bank πιθανότατα θα δικαιωθεί στην προσφυγή της, αφού δεν επέβαλε αναλογική προμήθεια. Μια δικαστική νίκη σε αυτή την υπόθεση θεωρείται πολύ σημαντική ευρύτερα από τον τραπεζικό κλάδο, ώστε να μην υπάρξουν στο μέλλον ανάλογες περιπτώσεις επιβολής προστίμων που θεωρούνται άδικα από τις τράπεζες.
Ποιες περιπτώσεις καλύπτει η υπουργική απόφαση
Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τις τράπεζες, δεδομένου ότι η απόφαση Φώλια, όπως έχει τροποποιηθεί το 2011 και ισχύει, καλύπτει μεγάλο εύρος των Γενικών Όρων Συναλλαγών που εφαρμόζονται σε δανειακές συμβάσεις για στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Ειδικότερα, η απόφαση αναφέρει:
Απαγόρευση αναγραφής Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.
Την απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα με τους καταναλωτές, ως ακολούθως:
1) Σε συμβάσεις στεγαστικών δανείων:
α) όρος που προβλέπει την είσπραξη από το Πιστωτικό Ίδρυμα εξόδων «χρηματοδότησης», «προέγκρισης δανείου», ή «εξέτασης αιτήματος δανείου», κλιμακούμενων ανάλογα με το ποσόν του δανείου,
β) όρος που προβλέπει την επιβολή ποσού «προμήθειας» ή «εξόδων φακέλου»,
γ) όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής εκ μέρους του καταναλωτή οποιασδήποτε δόσης, ή μέρους αυτής, ή των τόκων, ή των εξόδων το Πιστωτικό Ίδρυμα δύναται να καταγγείλει την σύμβαση δανείου και να ζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας.
δ) όρος που προβλέπει ως πρόσθετη ασφάλεια την εκχώρηση και μεταβίβαση στο Πιστωτικό Ίδρυμα των μισθωμάτων επί εκμισθωμένου από τον καταναλωτή ακινήτου, εφόσον το Πιστωτικό Ίδρυμα απαιτεί επιπλέον από τον καταναλωτή να εγγράψει υπέρ αυτού προσημείωση υποθήκης για ποσό που υπερκαλύπτει το ύψος του δανείου, να διατηρεί το ακίνητο ασφαλισμένο με δικαιούχο του ασφαλίσματος το ίδιο το Πιστωτικό ίδρυμα και να συνυπογράψει τη σύμβαση δανείου ως εγγυητής τρίτο πρόσωπο,
ε) όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 − 868 Α.Κ., όπως εκάστοτε ισχύουν,
στ) όρος που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους,
ζ) όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης μερικώς ή ολικώς του κεφαλαίου του δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, η οποία πραγματοποιείται μετά τον πρώτο χρόνο σύναψης της σύμβασης και εφόσον δεν υπάρχει καθυστέρηση οφειλής, ο καταναλωτής θα καταβάλει ως αποζημίωση στο Πιστωτικό Ίδρυμα ποσό ίσο με ποσοστό επί του κεφαλαίου που καταβάλλεται πρόωρα, ή τόκους ορισμένων μηνών επί του κεφαλαίου αυτού.
Επίσης, κάθε όρος που εξαρτά την άσκηση του προαναφερόμενου δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης από οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
η) όρος που προβλέπει, στην περίπτωση στεγαστικού δανείου που χρησιμοποιείται για κατασκευή ή ανέγερση κατοικίας, ότι το δάνειο θα κατατίθεται σε δεσμευμένο λογαριασμό του οφειλέτη και ενώ η αποδέσμευση γίνεται σταδιακά, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, ο δανειολήπτης επιβαρύνεται με τους τόκους του δανείου από την ημέρα που κατατίθεται το ποσόν στο δεσμευμένο λογαριασμό. Ο όρος απαγορεύεται ανεξάρτητα αν το ποσόν που κατατίθεται στο λογαριασμό του δανειολήπτη εκτοκίζεται με τόκο καταθέσεως.
2) Σε συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών:
α) όρος που προβλέπει ότι σε περίπτωση ανάληψης μετρητών από κατάστημα ή Αυτόματο Ταμειολογικό Μηχάνημα (ΑΤΜ) του ίδιου πιστωτικού ιδρύματος την καταβολή προμήθειας ή λειτουργικών εξόδων στο πιστωτικό ίδρυμα,
β) όρος που προβλέπει ότι ο συμβατικός τόκος με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του κατόχου πιστωτικής κάρτας στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) μπορεί να μεταβάλλεται από το Πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς να καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων, ορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή,
γ) όρος που προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίων συγκεκριμένης πόλης για την επίλυση διαφορών που θα προκύπτουν από την σύμβαση μεταξύ Πιστωτικού Ιδρύματος και καταναλωτή,
δ) όρος που προβλέπει ότι αν, εντός συγκεκριμένης ταχθείσας από το Πιστωτικό Ίδρυμα προθεσμίας από την λήψη του Μηνιαίου Λογαριασμού (ή και άλλης ειδοποίησης οποτεδήποτε, για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα) ο κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι αποδέχθηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν καθώς και το χρεωστικό του υπόλοιπο και δεν έχει πλέον το δικαίωμα να το αμφισβητήσει,
ε) όρος που προβλέπει ότι το Πιστωτικό Ίδρυμα δύναται να καταγγείλει οποτεδήποτε, χωρίς προειδοποίηση ή αιτιολόγηση τη σύμβαση πίστωσης με τον κάτοχο (ή και να απαγορεύσει οποιαδήποτε χρήση της κάρτας) καθώς και να τροποποιεί μονομερώς οποιοδήποτε όρο της σύμβασης,
στ) όρος που προβλέπει την επιβάρυνση του καταναλωτή με ποσό προμήθειας ή εξόδων για την χορήγηση από το Πιστωτικό Ίδρυμα βεβαίωσης οφειλών,
ζ) όρος που προβλέπει την αναπροσαρμογή του ύψους της ετήσιας συνδρομής πιστωτικής κάρτας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του κατόχου της.
3) Σε συμβάσεις λογαριασμού καταθέσεως:
α) όρος που προβλέπει ότι το Πιστωτικό Ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού.
β) όρος που προβλέπει ότι οι λογαριασμοί με μέσο μηνιαίο υπόλοιπο μικρότερο από εκείνο που ορίζει το πιστωτικό ίδρυμα, βαρύνονται με έξοδα τήρησης και παρακολούθησης και κινήσεων,
γ) όρος που προβλέπει ότι υποχρεώνεται ο καταθέτης να ειδοποιήσει αμέσως το πιστωτικό ίδρυμα, σε περίπτωση απώλειας του βιβλιαρίου καταθέσεων και ορίζει ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν ευθύνεται σε περίπτωση που πραγματοποιήσει πληρωμή σε άλλο πρόσωπο, πριν λάβει την προαναφερόμενη ειδοποίηση,
δ) όρος που προβλέπει την επιβολή εξόδων αδράνειας σε καταθετικούς λογαριασμούς που παραμένουν ακίνητοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το ελάχιστο διάστημα που ορίζει το πιστωτικό ίδρυμα,
ε) όρος που προβλέπει ότι επιβάλλονται προμήθεια ή έξοδα για την κατάθεση σε λογαριασμό τρίτου που είναι πελάτης του πιστωτικού ιδρύματος,
στ) όρος με τον οποίον επιβάλλονται προμήθεια ή έξοδα σε κάθε κίνηση λογαριασμού ταμιευτηρίου ή τρεχούμενου, αναφορικά με ανάληψη ή κατάθεση μετρητών ή επιταγής στα ταμεία, όταν οι κινήσεις υπερβαίνουν ορισμένο όριο που ορίζει η Τράπεζα, και
ζ) όρος που περιορίζει την ευθύνη του πιστωτικού ιδρύματος μόνο για δόλο ή για βαρειά αμέλεια του υπαλλήλου της σε περίπτωση μη γνήσιας υπογραφής σε δελτία ή σε εντολές πληρωμής, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ευθύνη του για ελαφρά αμέλεια.