Με κυβερνητική παρότρυνση-εντολή η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας προχωρά σε έρευνα για τα υπερκέρδη των εταιρειών ηλεκτρικού ρεύματος, τα οποία θα φορολογηθούν με συντελεστή 90%. Δεν σκοπεύει όμως να ελέγξει πόσα από αυτά μπορεί να αποτελούν προϊόν αθέμιτων πρακτικών, παρ'ότι έχουν γίνει κατ' επανάληψη καταγγελίες για καταχρηστικές πρακτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των κανόνων ανταγωνισμού και «φουσκώνουν» αδικαιολόγητα τις τιμές,
Στο πλαίσιο της έρευνας που έχει ανατεθεί στη ΡΑΕ από την κυβέρνηση, ώστε να διαπιστωθεί πόσα είναι τα υπερκέρδη στην ενέργεια και να φορολογηθούν, εντύπωση έχει προκαλέσει η διευκρίνιση που έκανε εξαρχής η ρυθμιστική Αρχή, ότι δεν θα ασχοληθεί με ζητήματα λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά.
Όπως ανέφερε η ΡΑΕ, η έρευνα «εξετάζει την ύπαρξη windfall profits (σ.σ.: «ουρανοκατέβατα κέρδη») μόνο υπό το πρίσμα της άμεσης επίπτωσης της αύξησης του κόστους του φυσικού αερίου στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού, χωρίς να αξιολογείται εν προκειμένω ο βαθμός της εν γένει ανταπόκρισης των προσφορών ενέργειας σε πρακτικές υγιούς ανταγωνισμού».
Τι θα ψάξει
Όπως αναφέρουν γνώστες της ενεργειακής αγοράς, αυτή η τεχνοκρατική διατύπωση σημαίνει ότι η ΡΑΕ θα μετρήσει σε αυτή την έρευνα μόνο τα υπερκέρδη που προκύπτουν από τις υψηλές τιμές στη χονδρική, οι οποίες διαμορφώνονται με βάση την παραγωγή από φυσικό αέριο, σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Για παράδειγμα, θα μετρήσει τα κέρδη της ΔΕΗ από την πώληση φθηνής ενέργειας από υδροηλεκτρικά στις υψηλές τιμές χονδρικής, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις μονάδες παραγωγής με φυσικό αέριο.
Όμως, η έρευνα θα σταματήσει σε αυτό το σημείο, χωρίς να υπεισέλθει στον τρόπο διαμόρφωσης των ίδιων των τιμών χονδρικής. Δηλαδή, δεν θα αξιολογηθεί αν αυτές οι τιμές είναι εύλογες με βάση τους κανόνες του ανταγωνισμού, ή αν διαμορφώνονται μέσα από καταχρηστικές πρακτικές που αντίκεινται στους κανόνες του ανταγωνισμού, όπως είναι οι εναρμονισμένες πρακτικές των μεγάλων παρόχων, εν προκειμένω των καθετοποιημένων παικτών της αγοράς, που έχουν δραστηριότητες στην παραγωγή και την εμπορία ενέργειας.
Ατυπο καρτέλ
Το θέμα των υπερκερδών αυτής της κατηγορίας, δηλαδή αυτών που προκύπτουν από «φούσκωμα» της τιμής χονδρικής πολύ πάνω από τα κόστη παραγωγής ύστερα από συνεννοήσεις μεταξύ των καθετοποιημένων παρόχων, τονίζεται από γνώστες της αγοράς ότι θα πρέπει επειγόντως να διερευνηθεί από τη ΡΑΕ, σε συνεργασία με την καθ' ύλη αρμόδια Επιτροπή Ανταγωνισμού, όχι με στόχο την φορολόγηση των κερδών, αλλά για να αποκατασταθεί ο υγιής ανταγωνισμός στην αγορά και να σταματήσουν οι επιβαρύνσεις των καταναλωτών με αδικαιολόγητα «καπέλα».
Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο πρώην πρόεδρος της ΔΕΗ Μανώλης Παναγιωτάκης είχε μιλήσει ανοικτά για σχηματισμό καρτέλ που διαμορφώνει τις τιμές χονδρικής κατά το δοκούν. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά, «μόνο τέσσερις παίκτες συμμετέχουν στην αγορά, η ΔΕΗ και οι τρεις μεγάλοι ιδιώτες. Ένας αν θέλει να τη χαλάσει τη δουλειά, τη χαλάει». Όμως, αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε ο κ. Παναγιωτάκης, την τελευταία εβδομάδα του Ιανουαρίου το μέσο κόστος της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ήταν 170 ευρώ, αλλά η μέση τιμή χονδρικής εκτινάχθηκε 58% υψηλότερα, στα 268 ευρώ. «Η αγορά λειτουργεί σαν "ξέφραγο αμπέλι" χωρίς ουσιαστική εποπτεία από τη ΡΑΕ και την Αρχή Ανταγωνισμού», είχε τονίσει ο κ. Παναγιωτάκης.
Αντιδρούν οι μεγάλοι καταναλωτές
Η Ένωση των Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), που δέχονται ακραία πίεση από τις υψηλές τιμές στο ρεύμα, έχει κατ' επανάληψη αναφερθεί στο «φούσκωμα» των τιμών χονδρικής μέσα από την κακή λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά. Σύμφωνα με υπολογισμούς της, για παράδειγμα, με βάση μια μέση τιμή φυσικού αερίου περίπου 80 ευρώ/μεγαβατώρα, τον Μάρτιο, η τιμή χονδρικής δεν θα έπρεπε να ξεπερνά τα 200 ευρώ/μεγαβατώρα, αλλά ξεπέρασε ορισμένες ημέρες και τα 250 ευρώ.
Όπως έχει τονίσει ο Αντώνης Κοντολέων, οι παραγωγοί και οι προμηθευτές διαμορφώνουν το κόστος στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας σε όποιο επίπεδο θέλουν ώστε να αποκομίζουν κέρδη. Σε επιστολή της προς τη ΡΑΕ, η ΕΒΙΚΕΝ σημείωνε ότι «ελλείψει συνθηκών στοιχειώδους ανταγωνισμού, με κύρια ευθύνη των καθετοποιημένων προμηθευτών, κυρίως των ιδιωτών, χαρακτηρίζεται από εναρμονισμένες πρακτικές που κατατείνουν στην παγίωση της μεταφοράς στα τιμολόγια του 100% του ρίσκου των τιμών της αγοράς επόμενης ημέρας και των χρεώσεων της αγοράς εξισορρόπησης στους πελάτες τους».
Ολιγοπωλιακές συνθήκες
Όπως αναφερόταν στην ίδια επιστολή, «το κύριο επιχείρημα των ιδιωτών καθετοποιημένων προμηθευτών, ότι η προμήθεια αποτελεί εντελώς ξέχωρη δραστηριότητα από εκείνη της παραγωγής χωρίς τη δυνατότητα να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος από την μεταβολή των τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, προφανώς δεν ευσταθεί. Οι καθετοποιημένοι προμηθευτές έχουν ετήσια παραγωγή που υπερβαίνει τις ποσότητες ενέργειας που προμηθεύουν στην λιανική, με διασφαλισμένη πλέον τη λειτουργία τους και επιπλέον σημαντικά έσοδα από τη συμμετοχή τους στην αγορά εξισορρόπησης».
Έτσι, οι ιδιώτες καθετοποιημένοι προμηθευτές δεν επιδιώκουν κατά προτεραιότητα να αυξήσουν το μερίδιο τους στη λιανική, αλλά να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους από την χονδρεμπορική αγορά και να παραμείνουν στη λιανική χωρίς ρίσκο.
«Τα ανωτέρω προσιδιάζουν σε μια ουδόλως ανταγωνιστική αγορά προμήθειας με χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου», τόνιζε η ΕΒΙΚΕΝ.