Τις γενικά θετικές προοπτικές των ελληνικών τραπεζών επισημαίνει η Deutsche Bank σε νέα της έκθεση, ξεχωρίζοντας όμως ως ιδιαίτερη περίπτωση την Τράπεζα Πειραιώς, για την οποία σημειώνει ότι διατηρούνται οι ανησυχίες όσον την επάρκεια κεφαλαίων και την ποιότητα του ενεργητικού της.
«Τα κληροδοτημένα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών γίνονται όλο και λιγότερο ανησυχητικά», τονίζουν οι αναλυτές της γερμανικής τράπεζας. Οπως αναφέρεται στην έκθεση, έχουν «ξεθωριάσει» σε μεγάλο βαθμό οι φόβοι για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, και οι ανησυχίες για τα κεφάλαια - εκτός ίσως από την περίπτωση της Τρ. Πειραιώς.
Ακόμη και μετά τη μεγάλη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου του 2021, οι αναλυτές της Deutsche Bank εξακολουθούν να διαπιστώνουν ότι τα επίπεδα κεφαλαίου της Πειραιώς είναι χαμηλά και υπολογίζουν το κεφαλαιακό της έλλειμμα σε 525 εκατ. ευρώ (0,42 ευρώ ανά μετοχή).
«Παρά τις κάποιες επιπτώσεις από τα spread των κρατικών ομολόγων, τα επίπεδα κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών είναι άνετα (Εθνική Τράπεζα, Eurobank) ή κοντά στο να είναι άνετα σύντομα (Alpha Bank)», σημειώνει η D.B.
Για την Τρ. Πειραιώς τονίζει ότι υστερεί, δεδομένης και της χαμηλότερης από τις άλλες τράπεζες κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με προβλέψεις -κάτι που σημαίνει ότι στο μέλλον η τράπεζα θα είναι εκτεθειμένη σε νέα πίεση των κεφαλαίων από τον σχηματισμό προβλέψεων σε μεγαλύτερο βαθμό από τις υπόλοιπες.
Μεγαλύτερου κινδύνου
Από τις τέσσερις τράπεζες, η DB προτιμά και συνιστά για αγορά των μετοχών τους την Εθνική και την Alpha. Σύσταση διακράτησης (hold) διατυπώνει για τη Eurobank επειδή η μετοχή της έχει πλέον αρκετά υψηλή αποτίμηση.
Στην τελευταία... ταχύτητα των επενδυτικών συστάσεων βρίσκεται η Πειραιώς, επίσης με hold, αλλά και με τη σημείωση ότι αποτελεί επιλογή μεγαλύτερου κινδύνου.
Σε ειδική κατηγορία εντάσσει η DB την Πειραιώς και όσον αφορά τη διανομή μερίσματος. Όπως τονίζει, «οι εκτιμήσεις μας εξακολουθούν να αντικατοπτρίζουν σημαντική βελτίωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, γεγονός που αναμένεται να επιτρέψει στις περισσότερες τράπεζες να επανέλθουν σε καταβολή μερισμάτων έναντι των κερδών του 2022 (ΕΤΕ, EuroBank) ή του 2023 (Alpha). Η Πειραιώς προσπαθεί να αρχίσει να πληρώνει για το 2023, αλλά αυτό παραμένει αβέβαιο. Πιστεύουμε ότι μπορεί να είναι ένα μικρό ποσό, σε κάθε περίπτωση».
Κεφαλαιακοί δείκτες
Ειδικότερα, σε σχέση με την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τα επίπεδα κεφαλαίου της Τρ. Πειραιώς, η DB σημειώνει ότι εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερα από των άλλων τραπεζών.
Η τράπεζα εκτιμάται ότι θα επιτύχει τον στόχο της για τη μείωση των ΜΕΔ το 2022, ενώ οι εισροές νέων ΜΕΔ θα παραμείνουν κοντά στο μηδέν. Όμως, για το μέλλον η DB δεν είναι εξίσου αισιόδοξη: «Είμαστε λιγότερο αισιόδοξοι για τους μακροπρόθεσμους στόχους της Πειραιώς (π.χ. δείκτης NPE 3% από το 2025), δεδομένου ότι ο σχηματισμός NPE θα μπορούσε να επιταχυνθεί με υψηλότερους από τους αναμενόμενους ρυθμούς και συνολικά οι εκτιμήσεις για τις οικονομικές προοπτικές είναι ασθενέστερες. Διατηρούμε την πρόβλεψή μας για δείκτη περίπου στο 5% μέχρι το 2024».
Για τα επίπεδα κεφαλαίου, σημειώνει ότι ο βασικός δείκτης, CET1 είναι κάτω από το 10%, ο οποίος εξακολουθεί να είναι ο στόχος για το 2022 και δύσκολα θα ανεβεί στο 11% έως το 2023. Αυτό «δείχνει την έλλειψη ενός σημαντικού αποθέματος ασφαλείας που θα μας έκανε πιο άνετους», σημειώνουν οι αναλυτές.
Η DB προβλέπει ότι ο δείκτης θα αυξάνεται έως και κατά 1% κάθε χρόνο έως το 2025, για να ανέλθει το 2025 σε περίπου 13%. Πάντως, η δυνητική απόδοση κεφαλαίου θα πρέπει να παραμείνει πολύ χαμηλή, ακόμη και αν η τράπεζα άρχιζε να καταβάλλει ορισμένα μερίσματα έναντι των κερδών του 2023.
«Συνολικά, πιστεύουμε ότι η Πειραιώς είναι η τράπεζα με τη μεγαλύτερη υστέρηση στην Ελλάδα όσον αφορά την εξομάλυνση του προφίλ της. Παρά τις προόδους προς την εξυγίανση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και την ανάκαμψη της κερδοφορίας για την περίοδο 2023-24, τα χαμηλά επίπεδα κεφαλαίου της και η χαμηλή κάλυψη δανείων με προβλέψεις αφήνουν ανοιχτή την πόρτα για σημαντική ασυμμετρία στο τελικό αποτέλεσμα», τονίζει η DB.
Οι νέες τιμές στόχοι
Η γερμανική τράπεζα μειώνει ελαφρώς τις τιμές στόχους για τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές: για την Alpha Bank από τα 1,55 ευρώ στα 1,45 ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα από τα 4,5 ευρώ στα 4,4 ευρώ και για την Τρ. Πειραιώς από τα 1,55 ευρώ στα 1,35 ευρώ. Για τη Eurobank η τιμή στόχος αυξάνεται από 1,15 σε 1,20 ευρώ.
Σχολιάζοντας τις αναμενόμενες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ, η DB τονίζει ότι γενικά θα είναι ευνοϊκές για τις ελληνικές τράπεζες, με βελτίωση κατά 15% των εσόδων από τόκους για κάθε μία μονάδα αύξησης των επιτοκίων. Αυτή η αύξηση εσόδων θα ξεπεράσει τις πιθανές απώλειες που θα έχουν οι τράπεζες από την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, ή από την αύξηση του λειτουργικού κόστους λόγω υψηλού πληθωρισμού. Σημειώνει, μάλιστα, ότι η τριετής συμφωνία με την ΟΤΟΕ για αυξήσεις 5,5% προστατεύει τις τράπεζες από την αύξηση του μισθολογικού κόστους.
Πάντως, η αυξημένη αβεβαιότητα για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει οδηγήσει τους επενδυτές στη μείωση του ρίσκου των χαρτοφυλακίων τους, δηλαδή σε πωλήσεις μετοχών. Σε αυτό το περιβάλλον μικρότερης διάθεσης για ανάληψη κινδύνου από τους επενδυτές, η DB εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι απίθανο να έχουν αποτιμήσεις συγκρίσιμες με αυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών, ακόμη και εκείνων των περιφερειακών οικονομιών, παρόλο που θα μπορούσαν να αυξήσουν την απόδοση ιδίων κεφαλαίων πάνω από το 7% έως το 2023.