Πλησιάζοντας προς τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, είναι πλέον βέβαιο ότι οι ακροδεξιές και λαϊκίστικες δυνάμεις θα αυξήσουν τα ποσοστά τους.
Σε Ιταλία, Πολωνία, Ουγγαρία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και Σουηδία έχουμε ήδη μια ισχυρή δυναμική αυτών των πολιτικών σχημάτων, που βασίζουν τη ρητορική τους εκεί που η ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία και η σοσιαλδημοκρατία έχουν αποτύχει παταγωδώς τα τελευταία χρόνια: Στην προώθηση της κοινωνικής ατζέντας και στο ζήτημα της ασφάλειας ευρύτερα.
* Του Δημήτρη Ραπίδη
Διαφθορά, «σκοτεινές» χρηματοδοτήσεις, λογοκρισία και ρατσιστικός λόγος είναι κάποια μόνο από τα κοινά χαρακτηριστικά που εντοπίζουμε στα ακροδεξιά κόμματα.
Στην Ουγγαρία για παράδειγμα, η κυβέρνηση Ορμπάν ελέγχει μέσω σύνθετων και δαιδαλωδών εταιρικών σχημάτων δεκάδες τηλεοπτικά ιδρύματα και δίκτυα, διαμορφώνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της καθημερινής επικαιρότητας. Προβάλλοντας φανταστικούς εχθρούς του κράτους και της κυβέρνησης, η ηγεσία Ορμπάν καταφέρνει να μετατοπίζει το πολιτικό ενδιαφέρον από μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες, προς τη συνωμοσιολογία, κατηγορώντας τη ΜΚΟ Open Society για παράδειγμα, για προσπάθειες πρόκλησης κυβερνητικής κρίσης και κοινωνικής αστάθειας.
Η περίπτωση της κυβέρνησης Ορμπάν στη Ουγγαρία είναι μόνο ένα μέρος μιας ευρύτερης κρίσης των πολιτικών ελίτ της Ευρώπης. Η ανάλυση των δημοσκοπήσεων ανά κράτος-μέλος δείχνει ότι η άκρα δεξιά θα ενισχυθεί στις εκλογές του Μαΐου. Το Rassemblement National της Λεπέν βρίσκεται στο 21%. Η ιταλική Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι βρίσκεται στο 30%, ενώ αντίστοιχα κόμματα σε πολλά κράτη-μέλη ενισχύονται.
Η Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας (ENF), η ακροδεξιά και λαϊκιστική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της οποίας μέλη αποτελούν τα δύο παραπάνω κόμματα, αναμένεται να κερδίσει γύρω στις 51 έδρες, ενώ η Ευρώπη της Ελευθερίας και της Άμεσης Δημοκρατίας (EFDD), μια ευρωσκεπτική ομάδα στην οποία συμμετέχει το γερμανικό AfD και μια ακόμη ομάδα ευρωβουλευτών του πρώην γαλλικού Εθνικού Μετώπου και του βρετανικού UKIP, αναμένεται να κερδίσει γύρω στις 50 έδρες.
Η ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), που συγκεντρώνει παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα, κινείται όλο και δεξιότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης η επιλογή του Μάνφρεντ Βέμπερ για την προεδρία της Κομισιόν. Στο ΕΛΚ συμμετέχουν ακόμα το κόμμα Fidesz του Ορμπάν, το Österreichische Volkspartei του Αυστριακού Καγκελαρίου Κουρτς, το οποίο συγκυβερνά με την ακροδεξιά, αλλά και το ισπανικό Λαϊκό Κόμμα, με ένα σημαντικό τμήμα των στελεχών του να επιθυμούν συνεργασία με το ακροδεξιό Vox σε πολλές περιφέρειες της χώρας.
Εάν τα ακροδεξιά κόμματα κερδίσουν 100 έδρες στη νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε συνδυασμό με τη ροπή του ΕΛΚ προς τα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος και τον εναγκαλισμό με την ακροδεξιά και τον εθνικισμό, είναι βέβαιο ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, οι δημοκρατικές αξίες και οι προσπάθειες για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα τεθούν εν αμφιβόλω.
Μια τέτοια εξέλιξη μας οδηγεί σε μια ζοφερή πραγματικότητα. Μια Ευρώπη που κινείται όλο και δεξιότερα, με τα αυταρχικά και εθνικιστικά κινήματα να βρίσκονται στην κορύφωση της κοινωνικής τους αποδοχής, με μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε μια μικρή ομάδα εκατομμυριούχων να αναπαράγουν διαρκώς ψευδείς ειδήσεις, να στήνουν «μιντιακούς πολέμους», ενώ απορρυθμίζουν την αγορά εργασίας και αποθεμελιώνουν μια προς μια τις κατακτήσεις του ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας από το 1960 μέχρι σήμερα. Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι, με τις Βρυξέλλες να αντιμετωπίζουν μια σειρά εκκρεμοτήτων, όπως το Brexit και τη στασιμότητα στην προώθηση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, που ενισχύουν ακόμη περισσότερο τις διασπαστικές και διαλυτικές δυνάμεις και εντείνουν την θεσμική και πολιτική κρίση της ΕΕ.
Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 17ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που θα δημοσιευτεί στο https://www.enainstitute.org/